United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όλα επήγαιναν καλά, μόνον ο βασιληάς δεν είχεν ακόμη γελάσει. Με την ελπίδα να επιτύχη και τούτο εσκαρφίστηκε να λαθροχειρίση το βασιλικό στέμμα και να στεφανώση με αυτό μία κεφαλή αγριοχοίρου, που ήταν στημένη εις το μέσο του τραπεζιού του δείπνου. Ο βασιληάς όμως δεν ήταν, καθώς φαίνεται, ευδιάθετος.

Και αν και αυτό το ασήμαντο ψέμα ήταν κάποτε πολύ της μόδας στους παλαιούς και μπορούσε νάναι ωφέλιμο και στους νεώτερους, η ψυχή του ωστόσο ήτανε πολύ καθαρή, ώστε να μη προδώση την αλήθεια. — Η Δεσποινίς Κυνεγόνδη, είπε πρόκειται να μου κάνη την τιμή να με παντρευτή και παρακαλούμε την εξοχότητά σας να ευαρεστηθή να μάς στεφανώση.

Όλα θα γίνουνε με την τάξη τους. Πάγω απατή μου να της πω τα ξαφνικά τα μαντάτα, ώσπου να τοιμασθούν κ' οι άλλοι για το πρωτάκουστο αυτό φαγοπότι. Κωστ. Η δουλειά έγινε. Της φάνηκε βαρύ της γριάς, μα πάλι καλά βάσταξε. Τώρα καιρός δε μας μένει. Απόψε τα παιχνίδια, κι αύριο τη στεφάνωση κιόλας. Ο Κράλης ξεκινάει τη δευτέρα, και μονάχος του δεν έχει να φύγη.

Μπα! βλέπεις Τι γράφει στο γράμμα; θάρθη, λέει, στο γάμο και θα μας στεφανώση αν θέλουμε. .. — Αν θέλουμε! ακούς αν θέλουμε· είπε χαρούμενος ο Δημητράκης, παίρνοντας το γράμμα από τα χέρια της. Ο Αριστόδημος πηγαινορχόταν απ' άκρη σ' άκρη στην ταράτσα, κουνώντας το ραβδί και καπνίζοντας το πούρο του αφρόντιστα.

Τότε η Αρχή εθύμωσε κ' εμάλωσε δυνατά το γέρο Μαρούπα πως εζήτηξε με το ζόρι να στεφανώση τον Κεριάκο, καθώς και ο ίδιος τ' ωμολόγησε, έκαμαν ένα πραχτικό που το υπόγραψαν και μάρτυρες κ' έφυγαν μαζή με τον παππά Κρητικό οπού σ' όλο το δρόμο εδιαμαρτυρότανε πως δε φταίει καθόλου.

Εφαντάζοντο ότι, εάν ήτο ο αληθής Μεσσίας, έμελλε, σύμφωνα με τας παραδόσεις του έθνους των, να τους πλουτίση και να τους στεφανώση, και να τους σιτίση με καρπούς εκ της Εδέμ, και με κρέατα Βεεμώθ και Λεβιάθαν, και με άμπελον ερυθρού οίνου.

Και τότε τα παραιτώ όλα και φεύγω και γυρίζω στα σοκάκια και τα δώματα σαν κουζουλός ... Δε μπορώ μπλειο, Πηγιό, δε μπορώ ... Μα ως πότε ν' ανημένω; Ο κύρης μου λέει πως θα γενή η στεφάνωσή μας δυο μήνες ύστερ' απού τη Λαμπρή. Μπορώ 'γώ ν' ανημένω ως τότε και να κάθεται κι' ο κύρης σου όλο στην πόρτα και να μη μπορώ ναρθώ να σε 'δώ; Θα σκάσω, θα κουζουλαθώ.

Έτσι θέλουν αυτοί! έλεγεν ο κ. δήμαρχος προς την Μιλάχρω εκείνας τας ημέρας. Όσον δι' άδειαν επισκοπικήν, ολίγον εφρόντιζεν. Ηδύνατο αυτός να στεφανώση και ξεστεφανώση πολλούς τέτοιους σε μια βραδυά, φθάνει μόνον να προέκυπτεν αγαθόν εις το χωρίον.

Εκείνη πάλιν αναστενάζουσα μου λέγει· ίσως ήκουσες ποτέ τον μέγαν εκείνον Επιφύρμαρον βασιλέα του νησίου που ονομάζεται Βόρνεος· εγώ είμαι η βασιλοπούλα η θυγατέρα του, και εις τον καιρόν που ο πατήρ μου έκαμνε τους γάμους διά να με στεφανώση με ένα βασιλόπουλον εξάδελφόν μου, την πρώτην βραδιάν προτού να υπάγω εις τον νυμφίον μου εις τον νυμφικόν θάλαμον, ένα Τελώνιον με άρπαξεν από την μέσην των συγγενών μου, και ευθύς με έφερεν εδώ εις τούτο το παλάτι.

Κόρη μου, για δάκρια τώρα δεν ήρθα· έχουμε χρόνους και χρόνους για δάκρια κατόπι. Ήθελα να σου μιλήσω δυο λόγια, κι ώρα πιο βολικώτερη δε θα βρω. Αύριο γίνεται η στεφάνωση, και την άλλη ξεκινάτε για το μακρινό το ταξίδι. Είταν κι' αυτό της μοίρας μου, να γίνη ο γάμος σαν το πουλάκι μου πεταχτός. Και καλά να μισέψετε, λέει, την άλλη μέρα. Ας φαγωθούν τα συκώτια μου εμένα κι ας γίνη το θέλημά τους.