United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε η Αρχή εθύμωσε κ' εμάλωσε δυνατά το γέρο Μαρούπα πως εζήτηξε με το ζόρι να στεφανώση τον Κεριάκο, καθώς και ο ίδιος τ' ωμολόγησε, έκαμαν ένα πραχτικό που το υπόγραψαν και μάρτυρες κ' έφυγαν μαζή με τον παππά Κρητικό οπού σ' όλο το δρόμο εδιαμαρτυρότανε πως δε φταίει καθόλου.

Τότε ο Τριστάνος τους έφτασε, κ' εκάλπασαν μαζύ κι' οι τρεις, αμίλητοι, μέχρι το σπήτι του κυνηγιού. Κει κάλεσε ο Καερδέν τον Τριστάνο να κουβεντιάσουν, και του είπε: «Άρχοντα Τριστάνε, η αδερφή μου μού ωμολόγησε την αλήθεια για τους γάμους σας. Σε είχα αδερφό και σύντροφο. Αλλά δεν κράτησες πίστι, και ντρόπιασες το σύνδεσμό μας.

Όχι απεκρίθη η βασίλισσα· εγώ δεν θέλω να του σηκώσης την ζωήν· επειδή και μου ωμολόγησε το σφάλμα του, θέλω να τον συμπαθήσω και να τον ιατρεύσω. Και ούτως λέγοντας επρόσταξε την Χαλίκ να του δώση το ιατρικόν, και παίρνοντάς το δεν επέρασε πολύ που ο Αράπης εξανάλαβε την κίνησιν του κορμιού του.

Ακούσας ταύτα ο Θώνις, συλλαμβάνει τον Αλέξανδρον, κρατεί τα πλοία του και πέμπει εις την Μέμφιν αυτόν, την Ελένην, τους θησαυρούς του και προσέτι τους ικέτας. Όταν έφθασαν εκεί όλοι ηρώτα ο Πρωτεύς τον Αλέξανδρον τις ήτο και πόθεν ήρχετο. Ο δε Αλέξανδρος και το γένος του ωμολόγησε, και το όνομα της πατρίδος του είπε, και προσέτι τω διηγήθη τον πλουν του από του μέρους εκ του οποίου εξέπλευσεν.

Α επίβουλε, εφώναξε ο αυθέντης του γεμάτος από θυμόν, εσύ το λοιπόν, παράνομε είσαι εκείνος που μου εφόνευσες τον μοναχόν μου υιόν και έρριξες το βάρος εις την Ρεσπίναν, η οποία ήτον αθώα; Ω μεγάλη βασίλισσα, δος μου την άδειαν εις τούτην την στιγμήν να του χωρίσω την κεφαλήν· ένας άνομος που εστάθη αρκετός να κάνη ένα τέτοιον ανόμημα, καθώς το ωμολόγησε δεν είνε πλέον άξιος να ευρίσκεται εις τον κόσμον.

Ωμολόγησε το λοιπόν παρρησία τα όσα έκαμε της Ρεσπίνας, χωρίς να κρύψη το παραμικρόν, και τον φόνον του παιδιού του αυθέντος του, και τα επίλοιπα καθώς ηκολούθησαν. Οπόταν ο Αράπης ωμολόγησε πάσαν την αλήθειαν, είπεν. Τούτο είνε το πταίσιμον μου, και ο ουρανός μου είνε μάρτυς πως το μετανοώ.

Οι νέοι επρόσφεραν του Καλίφη τα σερμπέτια, ο οποίος πίνοντας ωμολόγησε πώς παρόμοια εις όλην του την ζωήν δεν έπιεν, αλλ' ούτε έφαγε νοστιμώτερα γλυκύσματα και ζαχαρικά από εκείνα.

Αν όμως δεν θέλη, δεν την εβίαζε και κανείς· ηδύνατο να πάρη το αρνάκι της και να πάη από εκεί που ήλθε. Ο χωρικός ωμίλει αυστηρώς, αλλά δεν είχε και άδικον. Η Μάρω ωμολόγησε τούτο καθ' εαυτήν, αλλά ν' αφήση τον Γιάννο μοναχόν! Και μόνη η υπόθεσις την εβασάνιζε. Καλλίτερα επροτίμα να φύγη, να διανυκτερεύση μαζί του έξω, εις την ερημιά, παρά να τον αφήση μόνον

Χτες μ' έκλεψε και μ' έδειρε ένας αξιωματικός και πρέπει σήμερα να φαίνομαι, πως έχω κέφι, για ν' αρέσω σ' έναν καλόγερο. Ο Αγαθούλης δε ζήτησε περισσότερα· ωμολόγησε, πως ο Μαρτίνος είχε δίκιο. Καθήσανε στο τραπέζι με την Πακέττα και το θεατίνο· το δείπνο στάθηκε πολύ ευχάριστο και στο τέλος μιλήσανε με κάμποση εμπιστοσύνη.

Εστάθη καμπόσον η βασίλισσα χωρίς να αποκριθή διατί υποκάτω εις το σκέπασμα που είχεν εις το κεφάλι έκλαιε θερμώς· τόσον ήτον διαπερασμένη από την κατάστασιν εις την οποίαν έβλεπεν ότι ήτο ο άνδρας της· και αφού εσφόγκισε τα δάκρυά της ωμίλησε του Ταμίμ· Εγώ σε εξορκίζω ω πραγματευτή, να συγκεράσης τον θυμόν σου δι' αγάπην μου· ο αδελφός σου κατά αλήθειαν έκαμεν ένα ανόμημα· μα επειδή και το ωμολόγησε παρρησία, και ότι μοναχός του κατατυρανείται, πρέπει να τον συγχωρέσης· ενθυμού πως είσθε καμωμένοι από ένα αίμα και οι δύο, και διά τούτο είνε χρεία να μεταβάλης τον θυμόν σου.