United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αίφνης, ως να του ήλθε νέα ιδέα εις τον νουν του, είπε: — Εδοκίμασες τουλάχιστον να αποσβέσης όλας τας λύπας ταύτας και να ζήσης εις το εξής ζωήν υποφερτήν; — Εδοκίμασα, απήντησεν ο Βινίκιος· ο Πετρώνιος εγέλα. Α! Προδότα! Μανθάνομεν ταχέως τα νέα από τους δούλους· μου πήρες την Χρυσόθεμιν! Ο Βινίκιος ωμολόγησε τα πάντα. — Όπως και αν έχη, σε ευχαριστώ, εξηκολούθησεν ο Πετρώνιος.

Βασιληά, φώναξε η Ιζόλδη, φίλησε αυτόν τον άνθρωπο στο στόμα καθώς το υπεσχέθης. Ο Βασιληάς τον εφίλησε στο στόμα, και η βουή εγαλήνεψε. Τότε ο Τριστάνος έδειξε τη γλώσσα του δράκοντα και προεκάλεσε τον αυλάρχη να πολεμήσουν· μα εκείνος δεν ετόλμησε να δεχτή, και ωμολόγησε την ψευτιά του.

Και μου ωμολόγησε καθ' οδόν ότι ακόμη ήτο έτοιμος να με φονεύση. — Μοι είχεν ανακοινώσει το σχέδιόν του και εγώ, όστις σε γνωρίζω και ηξεύρω την προς τον Χριστόν αγάπην σου, του έδωκα να εννοήση, ότι ο προδότης δεν ήσο συ, αλλά μάλλον ο άγνωστος εκείνος, όστις ήθελε να τον ωθήση εις τον φόνον. — Είναι το πονηρόν πνεύμα και εγώ τον εξέλαβα ως άγγελον, είπε στενάζων ο Ούρσος.

Και ωμολόγησε τότε ότι είχα και πάλιν δίκαιον. — Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, ας το ιδούμεν αυτό. Ειπέ μου, αν υποθέσωμεν ότι κατά τύχην ασθενούσες ή το επάθαινεν αυτό κανείς από τους φίλους σου, από εκείνους τους στενούς σου και αγαπητούς φίλους, και επεθύμεις να γείνης καλά ή να γείνη καλά ο φίλος σου, θα εφώναζες τότε τον μέτριον εκείνον φιλόσοφον ή θα έστελλες να καλέσης τον ιατρόν;

Αλλ' ο υιός του Ανδρούτζου αναδεχθείς πάσαν παρά τω Σατράπη ευθύνην, ούτε την διαταγήν εξετέλεσεν ούτε ποτε ωμολόγησε προς τον Διάκον την φιλικήν υπηρεσίαν. Κατά το 1816 ο Οδυσσεύς διορισθείς αρματωλός Λεβαδείας παρέλαβεν αυτόν ως πρωτοπαλλήκαρον και έκτοτε αδιάρρηκτοι δεσμοί αδελφότητος συνήνωσαν επ' αγαθώ της πατρίδος τους δύο τούτους σταυραετούς.

Υπήρξεν άλλος δικαιότερος από τον Αριστείδην; Όμως και εκείνος επολέμησε τον Θεμιστοκλήν και εξηρέθιζε τον λαόν εναντίον του, διότι, ως ο ίδιος ωμολόγησε, δεν ήτο ολιγώτερον του αντιπάλου του ευαίσθητος εις τα θέλγητρα της φιλοδοξίας. Και ήτο μεν δίκαιος ως προς τους άλλους, αλλ' ήτο άνθρωπος και αυτός και είχε χολήν και δεν ήτο απηλλαγμένος του μίσους όπως και της αγάπης.

Και μου ωμολόγησε τους όρους υπό τους οποίους μας ανέλαβεν εις το πλοίον του και τας παραγγελίας του Αλεξάνδρου. Αφού δε μας απεβίβασεν εις τους Αιγιαλούς, τους οποίους και ο καλός Όμηρος αναφέρει, επέστρεψεν.

ΠΡΟΣΠ. Όχι·όσο για σε, κακή ψυχή, που αν σ' έλεγα αδελφόν, θα εμόλυνα τα χείλη μου, σου συγχωρώ την πλέον αισχρή από τες αδικίες σου, — σου τα συγχωρώ όλα· και απαιτώ από σε το θρόνο μου, που στανικώς, το ξέρω, πρέπει να μου ξαναδώσης. ΠΡΟΣΠ. Πόσο μου πονεί, Κύριε! ΑΛΟΝΖ. Αγιάτρευτος είναι ο πόνος, και η υπομονή δα ωμολόγησε ότι τα μέσα της δεν ωφελούν.

Τους έδωσε ραντεβού σε μια ταβέρνα. Ο Αγαθούλης κι' ο Κακαμπός πήγανε και τον περιμένανε με τα δυο τους πρόβατα. Ο Αγαθούλης, πούχε την καρδιά στα χείλια, διηγήθηκε στον Ισπανό όλες του τις περιπέτειες και του ωμολόγησε, πως ήθελε ν' απαγάγη την δεσποινίδα Κυνεγόνδη. — Αδυνατώ να σας πάω στο Βουένος Άυρες, είπε ο πλοίαρχος: θα με κρεμάσουνε, καθώς και σας.

Μου ωμολόγησε περιπλέον ότι τα λόγια που είπα, οπόταν την είδα εις την στράταν της εδιαπέρασαν την καρδίαν και με εστοχάσθη με επιμέλειαν, και ότι η θεωρία μου της άρεσε, και διά τούτο αποφάσισε με εμένα να χαρή τα πλούτη, που ο πατέρας της εις διάστημα σαράντα χρόνων είχεν αποκτήσει.