United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κάτω εις την πολίχνην, όπου ο Γιάννης ήτο ευθυμία και χαρά των σπητιών, ο ίδιος εγέλα θορυβωδέστερον όταν συνήντα ένα από τους περιπλανωμένους του χωριού, σχεδόν ομοιοπαθή του, ή τον Ζαχαρίαν τον Κούκον, ή τον Τάσον τον Νικολήν, ή τον Ματώ απ' τον Απάνω Μαχαλάν. Τότε άνοιγε πράγματι η καρδιά του.

Μίαν δε ημέραν, ενώ ενεπαύετο εις την κλίνην του, είδεν όνον ο οποίος εισήλθεν εις την οικίαν και ήρχισε να τρώγη τα σύκα τα οποία είχον ετοιμασθή δι' αυτόν και κατελήφθη υπό γέλωτος• καλέσας δε τον υπηρέτην του είπε προς αυτόν, και συγχρόνως εγέλα ακράτητον γέλωτα, να δώση εις τον όνον και οίνον, απεπνίγη δε υπό του γέλωτος και απέθανε.

Διαγκωνίσας δε το πλήθος εισήλθα χωρίς να εννοηθώ ποίος ήμουν και ευρήκα τον φαυλότατον Επικούρειον Δάμιν και τον Τιμοκλήν τον Στωικόν, ένα εξαίρετον άνθρωπον, οι οποίοι εφιλονείκουν με πολλήν ζωηρότητα. Και ο μεν Τιμοκλής είχεν ιδρώση και η φωνή του ήτο εξησθενημένη εκ των κραυγών, ο δε Λάμις εγέλα εμπαικτικώς, πράγμα το οποίον παρώξυνεν έτι περισσότερον τον Τιμοκλήν.

Και ο Μανώλης εγέλα με την ανοησίαν ή την δυστυχίαν του ζωοκλέπτου. «Όχι, μωρέ κουζουλέτου εφώναζε. — Όχι μωρέ κουζουλέ, εφώναζε και ο πάντοτε αδιόρθωτος Θοδωρής. Και ούτω δεν ησθάνετό ποτε μόνωσιν ο Μανώλης και ήτο πάντοτε ευχαριστημένος με την ζωήν του. Αλλ' έπειτα συνέβη μία μεταβολή. Πρώτον ο Μανώλης εμεγάλωσεν.

Κάνετε τους κυρίους εκεί κάτω, σεις αι Διανοητικαί Δυνάμειςέλεγεν η Νεράιδα του Πάγου. «Αλλά αι Δυνάμεις της Φύσεως είναι αι κυριαρχούσαιΕγέλα, ετραγουδούσε και εις την κοιλάδα βρόντος ηκούετο. — Εκεί κατρακυλίεται χιονοστιβάςέλεγαν οι άνθρωποι.

Όταν τον έβλεπεν ο Γιάννης, τότε ησθάνετο άκραν ευθυμίαν, κ' ενετρύφα εις την θέαν του. Ο Ιωακείμ ίστατο εις την άλλην γωνίαν του Τέμπλου δεξιά και συνήθως του έδιδον οι ψάλται να διαβάση το ψαλτήρι. Ο Γιάννης δεν εχόρταινε να τον κυττάζη, κ' εγέλα, εγέλα με ηδονήν άρρητον. Και όταν δεν ήτο πανηγύρι ο Γιάννης με το γαϊδουράκι έτρεχε συνήθως εις την εξοχήν.

Αλλ' αυτή διέφευγε τρέχουσα μελιγμούς μεταξύ των βοσκόντων ζώων και κρυπτομένη όπισθεν πότε του ενός και πότε του άλλου βουκόλου. Αλλά και αν αυτή έπαυε προς στιγμήν, εξηκολούθουν οι άλλοι, μετ' ολίγον δε ηκούετο εκ νέου η φωνή της. Ο Μανώλης σταματήσας παρηκολούθει μ' ενδιαφέρον την σκηνήν και εγέλα μετέχων εξ αποστάσεως εις την ευθυμίαν των βουκόλων.

Εις τας μάχας εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς.

Αλλά αμέσως ήλθεν ο γέλως εις τα χείλη, χαράς ακτίνες ετοξεύθησαν από τα μάτια της, έξω έλαμπεν ο ήλιος τόσον ωραίος και αύριον ήτο ο γάμος αυτής και του Ρούντυ. Ο Ρούντυ ήτο ήδη εις το δωμάτιον, όταν εισήλθεν η Μπαμπέττα, και μετ' ολίγον μετέβησαν εις Βίλλνευβ. Και οι δυο ήσαν ευτυχέστατοι και ο Μυλωθρός επίσης εγέλα και ακτινοβολούσεν εις ευθυμίαν: καλός πατήρ ήτο αυτός και ψυχή λαμπρά.

Η ειρήνη εφαίνετο ότι μαζί με την μετάνοιαν είχε κατέλθει εις την εσκληραγωγημένην εκείνην ψυχήν. Κανείς δεν εγέλα, διότι εις τον γέροντα εκείνον ενυπήρχε τι τόσον ειρηνικόν· εκείνος εφαίνετο τόσον γέρων, τόσον ασθενής, τόσον άξιος ελέους, ώστε έκαστος εσκέπτετο διατί εβασάνιζον και εσταύρωνον ένα άνθρωπον ψυχορραγούντα ήδη.