United States or Nauru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ήρχοντο στιγμαί κατά τας οποίας η λύρα εγαύγιζε, κατά την χαρακτηριστικήν έκφρασιν, ο δε χορός εμαίνετο. Τότε δε οι χορευταί εφαίνοντο ως μεγεθυνόμενοι εις γίγαντας των οποίων αι κεφαλαί ήγγιζαν σχεδόν την οροφήν. Οι πασαλίδες ανεταράσσοντο εις τας ζώνας των νέων και τα στήθη των χορευτριών έτρεμαν και εσπαρτάριζαν υπό τα μεταξωτά «στηθούρια».

Ήλθεν η παραμονή και δεν εφάνη. Η μεγάλη σκούνα δεν επρόβαλεν ανάμεσ' απ' τα δυο νησιά να εισέλθη εις τον λιμένα. Τι έγεινε; Μήπως εφουρτουνιάσθη ο καπετάν Στέφος κ' επόδισε πουθενά; Θα ήτο απίστευτον. Όλοι ανησύχησαν μόνον η Σινιώρα, η καπετάνισσα, δεν εξέφρασε καμμίαν ανησυχίαν. Είχε νυκτώσει. Έβαλε τα παιδιά της να κοιμηθούν. Κοντά τα μεσάνυχτα άνοιξε το παράθυρον. Τρικυμία εμαίνετο έξω.

Έπνεεν ήδη επί μίαν εβδομάδα. «Παλάβωσε» κατά την έκφρασιν της γρηάς Σπύραινας. Εις τα βουνά έστιλβον αι χιόνες, και ο βορράς εμαίνετο εις το πέλαγος, όπερ παρίστα εικόνα ορχουμένων κυμάτων, τα οποία κατά διαστήματα συγκρουόμενα, ιδίως κατά τας δεινάς του ανέμου περιτροπάς, εξηρεύγοντο αφρώδη βροχήν, εξανεμουμένην εις συριγμόν οξύτατον, υφ' ου αντήχουν αι σπηλαιώδεις ακταί.

Ουδ' εαυτήν δε άφινεν έξω της κατηγορίας, αλλά εμαίνετο διότι ήκουσε τον άνδρα και όχι την καρδίαν, η οποία έπαλλεν εις τα στήθη της τόσον σφοδρώς, όπως πιστόν κυνάριον αδιακόπως υλακτεί κ' εμποδίζει τον αυθέντην του να εξέλθη του οίκου, όπου παραφυλάσσουν δολοφόνοι. — Όχι, δεν έπρεπε νάρθω· συνεπέρανε τέλος. Κ' εξηκολούθησε τυλίσσουσα περί την άτρακτον το μαλλίον και σκεπτομένη.

Αφού έπαυσαν τα φαναράκια να περιφέρωνται, και τα παιδία που έψαλλον τα «Χριστούγεννα-Πρωτόγεννα» επήγαν να κοιμηθούν, κ' εσβύσθησαν όλα τα φώτα και ο βορράς εμαίνετο και αντήχει ο πλαταγισμός των κυμάτων κάτωθεν του βράχου, έμεινε το καπηλείον με τας δύο πενιχράς καπνώδεις λυχνίας του, με την θύραν βλέπουσαν προς το πέλαγος, εις το ύψος, όπου ίστατο το παμμέγιστον «Κανόνι της Αναγκιάς» κατά το βόρειον άκρον του Κάστρου.

Η όψις του ήτο ωχρά, αι τρίχες της κεφαλής του είχον κολλήσει από τον ιδρώτα, οι ώμοι του και οι βραχίονες του ήσαν περίρρυτοι. Προς στιγμήν έμεινεν ακίνητος και ως ενεός· έπειτα ύψωσε τα βλέμματα και προσέβλεπε τους θεατάς. Το αμφιθέατρον εμαίνετο. Οι τοίχοι του τεραστίου κτιρίου έτρεμον υπό τας κραυγάς μυριάδων στηθών.

Εφαίνετο ότι έκαστον δάκρυον μάρτυρος εγέννα νέους πιστούς και πάσα οιμωγή εις το αμφιθέατρον απήχει εις μυριάδας στηθών. Ο Καίσαρ έπλεεν εις το αίμα· η Ρώμη και όλη η ειδωλολάτρις οικουμένη εμαίνετο.

Εις τας μάχας εκείνας, ο λαός ήτο αφωσιωμένος με την ψυχήν, το σώμα και τους οφθαλμούς: ωρύετο, εβρυχάτο, εσύριζεν, εχειροκρότει, εγέλα, εξηρέθιζε τους μαχομένους και εμαίνετο εκ χαράς.

Κτύπος δεν ηκούσθη πλέον. Φωνή κλαυθμηρά, συριγμός βραχνός, ως ο του συρίζοντος βορρά, όστις κατά την αυτήν ώραν εις το παράθυρόν μου εμαίνετο, απήντησεν εις την ερώτησίν μου, και ρίγος καθ' ολόκληρον το σώμα μου ησθάνθην, και αι τρίχες της κεφαλής μου ωρθώθησαν, και εις τας φλέβας μου εσταμάτησε παγωμένον το αίμα.

Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλος τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας. Ο άγιος νόμος του Χριστού κατεπατείτο, απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού. Ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τα δύο κόμματα, τας δύο φατρίας.