United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πετρώνιος, όστις εφαντάζετο ότι εις την αυστηράν εκείνην οικίαν επεκράτει διηνεκής ανία, δεν ήρχετο ποτέ του εις αυτήν. Παρετήρει λοιπόν περίεργος και εξεπλήττετο βλέπων πολλήν φαιδρότητα, φιλοκαλίαν, πληθώραν ανθέων και φωτός, ουδέν δε ίχνος πλήξεως. Μετ' ολίγον είς δούλος ανεσήκωσε το παραπέτασμα, το οποίον εχώριζε το άτριον από το γραμματοφυλάκιον και εφάνη ο Άουλος Πλαύτιος.

Ήτο άρα αναγκαιότερον προς προσωπικήν υπεράσπισιν ενός Προφήτου ή προς διεκδίκησιν της τιμής του Μεσσίου και των συνοδών Αυτού; Αλλ' ο Ιησούς στραφείς επετίμησεν αυτοίς. Ο ουρανός του Θεού εχρησίμευε δι' άλλα πράγματα ή διά κεραυνούς. «Ουκ οίδατε υμείς, είπε, τίνος πνεύματός εστεΔεν είχον κατανοήσει την διαφοράν ήτις εχώριζε το Σινά και το Καρμήλιον όρος από το Θαβώρ και τον Γολγοθάν.

Εις τ' αριστερά, μικρός δρομίσκος, λευκοκίτρινος ένεκα του πεπατημένου χόρτου υπό του οποίου εκαλύπτετο, εχώριζε τον αγρόν προς άλλον παρακείμενον, εις του οποίου το μέσον ωρθούτο σκιάς αγροτική και υπό θαμνώδεις αφροξυλιάς ήχουν, από καιρού εις καιρόν, κωδωνισμοί ποιμνίου.

Ηρώτησεν έπειτα αν ο Κορωναίος ήτο εντός της μονής, και μαθών ότι ούτος είχε μείνει έξω της πολιορκίας, είπε: — Κρίμα! άδικα 'χάσαμε τόσους ανθρώπους. Μετά τούτο διέταξε να χωρισθώσιν οι ολίγιστοι άνδρες από τα γυναικόπαιδα, και ερωτών ένα έκαστον εκ των ανδρών αν ήσαν εθελονταί ή Κρήτες, εχώριζε και τούτους. — Είσαι ξένος εσύ; είπε προς τον Δημακόπουλον.

Πόσον όμως εδυσκολεύθη διά να το ανοίξη! Καθώς το εχώριζε με το ψαλίδι της εις δύο, εκείνο εβάρυνεν, εβάρυνεν εις τα χέρια της ολοένα περισσότερον, έως ου επί τέλους ηναγκάσθη να καθίση κάτω η Φωτεινή, διά να το χωρίση εντελώς· αλλ' ανοίγει η μητέρα της την θύραν της καλύβης. — Καλέ! Η Φωτεινούλα μας! φωνάζει.

Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλος τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνίας. Ο άγιος νόμος του Χριστού κατεπατείτο, απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού. Ανυπέρβλητος φραγμός εχώριζε τα δύο κόμματα, τας δύο φατρίας.

Οι δε Αθηναίοι ολίγον μετά ταύτα ήλθον και μετά των είκοσι πλοίων εις τον Αμπρακικόν κόλπον, διά να βοηθήσουν τους Αργείους. Ήλθεν ωσαύτως και ο Δημοσθένης οδηγών διακοσίους οπλίτας Μεσσηνίους και εξήκοντα τοξότας Αθηναίους. Ούτος δε προσαγαγών τον στρατόν πλησίον της Όλπης εστρατοπέδευσεν εκεί· βαθεία δε χαράδρα εχώριζε τους δύο στρατούς.

Αλλά η ελευθερία εχώρει και περαιτέρω. Αν ο ένας εξέφραζε την επιθυμίαν να εξέλθη μόνος, ο άλλος δεν ανθίστατο. Απόλυτος, αμοιβαία εμπιστοσύνη ήτο το σύμβολόν των. Όπως η Ομφάλη, ούτω και ο Ηρακλής έκαμνεν ό,τι ήθελε φαντασθή, ό,τι ήθελε του &καπνίση& και μόνον, φευ! να &καπνίση& δεν του εσυγχωρείτο. Αυτό και μόνον τους εχώριζε, αλλ' ήτο όρος επιβληθείς εξ αρχής και λόγος δεν υπήρχε να διαγραφή.

Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του. — Άτιμε! ταρτούφο!.... θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε. Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα.

Και ταύτα επάδουσα εχώριζε τους κυάμους εις διαφόρους τριάδας, κατά το φαινόμενον, αποδίδουσα εις εκάστην διάφορον θέσιν και ιδιότητα. — Τρεις τους κλέφταις, τρεις τους λύκους, τρεις τ' ασκέρια τα σκασμένα, τρεις για τους κρυφούς εχθρούς του και κουκκιά — σ α ρ α ν τ α έ ν α! Πόσα κουκκιά εμέτρησες, κοκκώνα; — Σαράντα, είπεν η μήτηρ μου. — Και σαράντα ήτανε, είπεν η Αθιγγανίς.