United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ωμίλει μεν μετ' αυτής, αλλά δεν την έβλεπε. Την πρωίαν, ότε αφυπνίσθη, δεν ανεπόλει τους χαρακτήρας του προσώπου της. Και αυταί δε αι λέξεις ας αντήλλαξε μετ' αυτής ήχουν μόνον ως βόμβος συγκεχυμένος εντός της κεφαλής της. Όλην την επομένην ημέραν η αδελφή Βεάτη κατείχετο υπό νευρικής ανυπομονησίας. Περιέμενεν ανυπομόνως την νύκτα, όπως δυνηθή να εκτελέση το σχέδιόν της.

Το αυτό λέγομεν και περί του ήχου και της οσμής, διότι ουδέν εξ αυτών κινεί την αίσθησιν, όταν τίθηται εις επαφήν με το αισθητήριον, αλλ' υπό της οσμής και του ήχου κινείται το μεταξύ, υπό δε τούτου κινείται έκαστον των αισθητηρίων. Όταν δε επιθέση τις το σώμα το ηχούν ή όζον επ' αυτού του αισθητηρίου, ουδεμίαν θα διεγείρη αίσθησιν.

Την ώραν εκείνην ήκουσε μεμακρυσμένους κωδωνίσκους να ηχούν, και συγχρόνως είδε μακρόθεν να κατέρχεται ένα κοπάδι. Πάραυτα εσκέφθη ότι, αν δεν προλάβη ευθύς να εξέλθη από την μικράν χαράδραν, μετ' ολίγον η κρύπτη της θ' ανακαλυφθή εξ άπαντος.

Βαθέα βάραθρα ήσαν με χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν.

Ούτω όλαι αι φωναί πέριξ του ήχουν εν οργή και βλασφημία, και εν τη μακρά εκείνη βραδεία αγωνία το θνήσκον Ους Του ουδαμόθεν ήκουε φωνήν ευγνωμοσύνης ή ελέους ή αγάπης.

Κι ανάρια τα κουδούνια τους ακούονται στη ράχη· ολόηχα εδώ, κομμένα εκεί, βραχνόφωνα άλλα ηχούν, λες σήμαντρα πολύλαλα και κρέμονται στα βράχη κι οι αχοί τους φεύγουνε ψηλά κι ανάεροι ξεψυχούν. Και το αεράκι ανάλαφρα τα πεύκα αργοαναδεύει και ισκιώνουν κι όλο ισκιώνουνε τα πλάγια χαμηλά, και μια κατσίκα απ τις πολλές παράμερα αλαργεύει και πάει και ολόρθη στέκεται σε μια κορφή ψηλά.

Εν τω μεταξύ ήχουν δεινώς αι σάλπιγγες και νέαι εκατέρωθεν εγίνοντο επιθέσεις και αντεπιθέσεις, και η μάχη αρχίσασα από πρωίας εξηκολούθει σφοδροτάτη μέχρις εσπέρας. Πέρσαι στρατιώται ορμήσαντες κατά του βασιλέως επλήγωσαν τον ίππον του εις τον μηρόν· πολλά κτυπήματα διά σπάθης έλαβε και εις την κεφαλήν ο Δάρκων, αλλά φορών θώρακα εκ νευρών δεν εβλάπτετο.

Είμαι αληθώς εγκαρδίως ευτυχής! είπεν εκείνη. — Η γη δεν μου επιφυλάσσει περισσότερον! εφώναξε ο Ρούντυ. Και οι εσπερινοί κώδωνες ήχουν από τα όρη της Σαβοΐας, από τα όρη της Ελβετίας και προς την δύσιν υψούτο μέσα εις χρυσήν λάμψιν το βαθυκύανον όρος Ιούρας. — Ο Θεός να σου δώση το λαμπρότερον και κάλλιστον, είπεν η Μπαμπέττα, με γλυκύτητα και τρυφερότητα.

Εν εκάστη ημέρα της εορτής εγίνοντο μεγάλαι τελεταί και πανηγύρεις, και οι ιερείς ήντλουν πανηγυρικώς ύδωρ από της κολυμβήθρας του Σιλωάμ, της παρά τους πρόποδας του όρους Σιών, αι σάλπιγγες ήχουν, ο δε λαός έψαλλεν εν χορώ, το Μέγα Ωσαννά, ήτοι τον ψαλμόν «Ώ Κύριε, σώσον δη», και το Μέγα Αλληλούια, ήτοι τον ψαλμόν «Εξομολογείσθε τω Κυρίω ότι χρηστός, ότι εις τον αιώνα το έλεος Αυτού».

Εσυλλογίζετο την πενίαν των την αφόρητον. Εσυλλογίζετο την χαράν του κόσμου — ω! αυτό δεν το εσυλλογίζετο! το ήκουεν έως εις τα μεσάνυκτα, ήχουν ως άσμα, ως εναρμόνιον μουσικήν, λαλούσαν εις τας οικίας όλας των Χριστιανών· το έβλεπε σχεδόν, από την ανοικτήν θυρίδα της, θεωρούσα το πολύ φως της απέναντι γειτονικής οικίας. Την επήρε λοιπόν το παράπονον και έκλαιε και με τα κλαύματα απεκοιμήθη.