United States or United States Virgin Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.

Κ' ενώ έβλεπε το όπλον, το όπλον που τόσον ηγάπησε, κατακείμενον ήδη χαμαί, με τα παφήλια μακράν χάσκοντα, τα κοσμήματα σκορπισμένα πέριξ, το καρυόφυλλον πεπιεσμένον ασπλάγχνως, τον δικέφαλον αετόν εις μίαν γωνίαν αδρανή ωσεί κεραυνόπληκτον, δάκρυα ανεβλυσαν των οφθαλών του κ' εκυλίσθησαν καυστικά επί των ψυχρών παρειών του.

Και αυτό το πηγάδι, το οποίον με τα μεγάλα και υψηλά χείλη του ωμοίαζε προς χάσκοντα διψαλέον γίγαντα, δεν απέδωσέ τι όταν έκυψε να το ερωτήση, ειμή τας ιδίας της λέξεις και τόσον διατόρους και παραμορφωμένας, ώστε ωπισθοδρόμησε με φρίκην νομίσασα ότι προήρχοντο από το φοβερό Στοιχειό.

Βαθέα βάραθρα ήσαν με χάσκοντα στόματα γύρω, και το νερό έσταζε ηχούν σαν αρμονική κωδωνοκρουσία και λάμπον με λευκοκυάνους φλόγας . . . Εν μια στιγμή είδε αυτός ό,τι ημείς με πολλά λόγια πρέπει να εκφράσωμεν.