United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είπε κ' εκαταπείσθηκεν η ανδρική ψυχή μας. και τότε αυτού καθόμασθεν, ολόκληρον τον χρόνο, μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. αλλάτον κύκλο των καιρών ότ' έκλεισεν ο χρόνος, οι μήνες ως εδιάβαιναν, και η 'μέραις μεγαλώσαν, 470 παράμερα μ' εκάλεσαν οι σύντροφοι και μου 'παν• «καϋμένε, την πατρίδα σου να θυμηθής είν' ώρα, αν να σωθής η μοίρα σου το θέλει και να φθάσηςτο σπίτι το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου».

Δείχνει ίχνη παλιάς ωμορφιάς, λίγο μαραμένης, το βλέμμα της είναι κουρασμένο και τα κινήματά της σοβαρά κ' επίσημα, δίνουν μια αριστοκρατική έκφραση στο σύνολό της. Χαιρετάει με κλίσι του κεφαλιού διαφόρους γνωστούς της και προχωρεί ζητώντας να βρη παράμερα κάποιο κάθισμα. Ο Φλέρης καθώς περνάει τη χαιρετάει με αδιόρατη ταραχή, σηκωνόμενος απ' τη θέση του, καθώς κι' ο ανθυπολοχαγός.

Εχαιρέτησε την παρέαν, εστάθη ολίγον παράμερα, υπό την σκιάν δένδρου, και καλέσας διά νευμάτων τον μπάρμπα-Γιώργην τον Απίκραντον και τον Γιαννιόν τον Κάβουραν, ήρχισε να ομιλή διά μακρών, ζωηρώς και με πολλάς χειρονομίας, προς αυτούς. Εκείνοι επανειλημμένως ανένευαν. Ο Μανώλης έσεισε την κεφαλήν, και απεμακρύνθη βραδέως, υποσχόμενος ότι θα επανέλθη.

Τραγουδούσαν οι άλλοι οι άντρες, φώναζαν, γελούσαν, έρριχναν πιστολιές από καβάλα στα δέντρα που διαβαίναμε, χωράτευαν με τους διαβάτες που συναπαντούσαμε, έσκιαζαν με ρεκασμούς τα γίδια που βρίσκαμε να βόσκουν κατάστρατα σκαρφαλωμένα στ' αγριοπρίναρα, ξάφνιζαν με χουγιακτά τον πιστικό που στον όχτο παράμερα βαρούσε την τζαμάρα του. Εγώ αναίσθητος, ξένος και παντάξενος σ' όλ' αυτά.

Εκεί έβαλα προξενητή τον καπετάν Καλιγέρη· εδώ τη γριά Καλομοίρα, προξενήτρα ξακουσμένη στο νησί. — Δεν φεύγω αν δεν πάρω απόκρισι· εσυλλογίσθηκα. Η προξενήτρα όμως τα κατάφερε μια χαρά. Ζάχαρη έβαλε στα λόγια της κ' επλάνεσε κορίτσι και πατέρα ευθύς. — Να σου ειπώ· μου λέγει ο καπετάν Πάραρης ένα βράδυ παράμερα. Ο σκοπός σου καλός και τίμιο το φέρσιμό σου.

Ενθυμούμαι οπού επεριπάτει πάντοτε την νύκτα εις τα δάση· την ημέραν εφοβείτο να παρουσιασθή εις τας πόλεις, διότι τον κατεδίωκον, ως φαίνεται. — Τίνες; — Οι εχθροί του. Δεν ειξεύρω ποίοι ήσαν. Την ημέραν ανεπαυόμεθα εις παράμερα μέρη· την νύκτα μ' εσήκωνε εις τους βραχίονάς του και εβαδίζομεν μεγάλα διαστήματα. — Και ποίος ήτον ο σκοπός του; — Δεν ειξεύρω εγώ.

Εις εκείνα τα μέρη όπου βόσκεις είνε πολύ παράμερα; Δεν πατούν άνθρωποι εκεί; — Δεν πατούν, αφέντη. — Λοιπόν αυτάς τας ημέρας εύρες κανένα άνθρωπον εκεί; — Ναι. — Και τι άνθρωπος ήτον; — Αν ήτον άνθρωπος, μου εφάνη πολύ άγριος, αφέντη. — Τον είδες μίαν φοράν μόνον; — Τον είδα δύο φοραίς. — Ημέραν ή νύκτα; — Νύχτα και μέρα. — Και ήτον μόνος του;

Τρεις φορές όμως φάνηκε ότι ο θαλασσινός άνεμος έφερνε στην παραλία μια μανιασμένη κραυγή. Τότε, δείχνοντας το πένθος τους, η γυναίκες χτυπούσαν τα χέρια τους, ενώ οι σύντροφοι του Μόρχολτ, μαζεμένοι παράμερα μπρος στης σκηνές τους, γελούσαν. Κατά το δείλι, φάνηκε, στο βάθος, το πορφυρό ιστίο: Ήταν η βάρκα του Ιρλανδού, που έφευγε από το νησί. Ξεφωνητά απελπισίας αντηχήσανε: «Ο Μόρχολτ!

Ας αφήσουμε παράμερα πια κάθε πρόληψη, κάθε ψέφτικη γνώμη, κι ας το καταλάβουμε τι καλό, τι ωραίο, τι θεόλαμπρο πράμα που είναι να καθήση κανείς με την ησυχία του, ήμερα, χωρίς πάθος, να ξεφυλλίση τα παλιά μας τα βιβλία, να σπουδάξη τη γλώσσα μας και της γλώσσας μας την ιστορία. Θα μάθη πολλά. Κι αφτό έχουμε ανάγκη, να μαθαίνουμε.

Τότε μ' έσυρε παράμερα και όταν ευρέθη μεν μακράν των άλλων, έσκυψε και μου είπε χαμηλοφώνως στ' αυτί: Η καλλίτερα και φρονιμωτέρα είνε η ζωή των απλών ανθρώπων.