United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο κυρ-Μανουήλος, αφού είπεν ολίγας τελευταίας λέξεις, εστάθη ολίγον τι παράμερα και εφαίνετο περιμένων. Ο Ζάβαλος και ο Κάβουρας, αφού εξήλεγξαν το περιεχόμενον του φακέλλου, έτρεξαν προς την στέρναν, υπό τα μεγάλα δένδρα, όπου εκοιμώντο οι δύο σύντροφοί των. Έκυψαν, έσεισαν τους ώμους των και τους εξύπνησαν.

Το γράμμα τούτο μ' έδωσε να δώσω του πατρός του· να τραβηχθώ μ' επρόσταξε, να τον αφήσω μόνον αλλέως μ' φοβέρισε να κόψη την ζωήν μου. ΠΡΙΓΚΗΨ Δος μου το γράμμα. Θα ιδώ τι γράφει του πατρός του. Πού είναι και ο άνθρωπος του Πάρη; Φέρετέ τον. — Ειπέ μου συ· τι έκαμεν εδώ ο κύριος σου; Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ Έφερε άνθη στης νεκράς το μνήμα να σκορπίση, κ' επρόσταξε παράμερα εγώ να περιμένω.

Η γριά όμως στράφηκε στον Έφις που στεκόταν παράμερα με το κεφάλι κατεβασμένο και κοίταζε το λιθόστρωτο. «Δεν το είπε σ’ εσένα ότι θα την παντρευτεί; Εμπρός, πες το, το είπε ή όχι

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Εκεί, με του Θεού την χάριν, όπου δεν φθάνετε ποτέ, εσύ κ' οι όμοιοί σου, Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Είναι προδότης! Ο ΥΙΟΣ Ψεύδεσαι, βρωμο-αναμαλλιάρη! Α’ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ Εσύ, προδότου γέννημα! Ο ΥΙΟΣ Μ' εσκότωσε, μητέρα! Ω! φύγε συ! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Βοήθεια! Εν Αγγλία. Έμπροσθεν του βασιλικού ανακτόρου. ΜΑΛΚΟΛΜ Ω! έλα να καθίσωμεν παράμερατον ίσκιο, κι' ας ξεθυμάνη εις δάκρυα η πίκρα της καρδιάς μας.

Όταν έπεσε η πιστολιά, καθισμένοι παράμερα σ' ένα καφενεδάκι, τρέξανε κι' αυτοί με τους άλλους να δούνε τι έγινε. Σα γνωρίσανε τον Γιώργη τον Πολυζώη μείνανε ξεροί. Ο Γιώργης δεν ήτανε άνθρωπος για τέτοιες δουλειές. Ησυχος και γλυκομίλητος, με κανένα δεν είχ' έχθρητα, κι' ούτε πείραξε ποτέ κανένα στη ζωή του. Πέσανε απάνω του και τον αγκαλιάσανε.

— Κ' εγώ, 'ς το Θεό σου! — Κ' εγώ, γιατί λιγώθηκα! ανεβόησαν πολλοί συνάμα των συμποτών, και χείρες άπληστοι εξετάθησαν προς εμέ, και απαίσιον φως πλεονεξίας έλαμψεν επί των σατυρικών εκείνων προσώπων. — Αι, τ' αδέρφια! ανεβόησεν ο Δημήτρης, λιγώτερη πρεμούρα, ν' αγαπιώμαστε! Διέστε όσο θέλετε, μα τα χέρια κομμάτι παράμερα!

Τράβηξε παράμερα τον Καερδέν, κοντά σ' ένα παράθυρο, για να ιδή τάχα καλλίτερα και να παζαρέψη το δαχτυλίδι. Ο Καερδέν της είπεν απλά: «Βασίλισσα, ο Τριστάνος είναι πληγωμένος με φαρμακερό σπαθί, και πεθαίνει. Σας μηνά ότι μονάχα σεις μπορείτε να του κάνετε καλό. Σας θυμίζει της μεγάλες πίκρες και τους μεγάλους πόνους που υποφέρατε μαζύ. Κρατήστε αυτό το δαχτυλίδι. Σας το δίνει».

Είχε καθίσει όχι πολύ παράμερα απ' αυτής, τόσον πλησίον της, ώστε να μη δύναται ανέτως να την κυττάζη, και τόσον μακράν της, ώστε να μη φθάνη να αισθανθή του θερμού χρωτός και της αναπνοής της την γειτνίασιν. Και όμως επεθύμει να την βλέπη εωσότου εζαλίσθη να κυττάζη πλέον τα κύματα.

Παράμερα τους βλέπουν 1225 Στον ίδιον τον καιρό Σε σιάδι να μουλόνη Λαγόν τρανόν, χοντρό· Κι ως ήταν πεινασμένα Δεν άργησαν στιμή 1230 Να στρίψουν, να χυμήσουν Απάνω του μ' ορμή. Μον θέλοντας το ένα, Το αλλο μερτικό Τελείως να μη πάρη 1235 Να μείνη νηστικό, Με λύσσα συνατά τους Να πιάνουνται αρχινούν, Φριχτή μεγάλη μάχη Πεισματικά κινούν. 1240

Είπε και σέρνει απ' το κορμί το χαλκωτό κοντάρι κι' εκεί κοντά παράμερα τ' αφίνει· και κατόπι απ' την πανώρια αρματωσά ναν τον γυμνώνει αρχίζει αίμας γιομάτη. Κι' έτρεξε γύρω ο στρατός να δούνε σαν τι είταν τάχα ο Έχτορας, η όψη η λεβεντιά του 370 τα στήθια· τι έτσι αλάβωτοι πού πριν να παν κοντά του! Κι' έτσι ο καθένας έλεγε, στο γείτονα γυρνώντας «Μπα!