United States or Bouvet Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του έκανε μάγια μια φτωχή κοπέλα που έπρεπε να την παντρευτεί και δεν την παντρεύτηκε.» «Τι λες, καλέ Μαρία; Εάν του έχει κάνει μάγια, του τα έκανε για να την παντρευτεί….» «Μη με σπρώχνεις γι’ αυτό! Άντε πνίξου, Φραντσίσκα ΜπεΜε δόντια που άστραφταν στο όμορφο στόμα, γεμάτο με βρομόλογα, περνούσαν μπροστά από τον Έφις.

Οι δυο άντρες απομακρύνθηκαν, αλλά η γριά φώναξε πίσω τον ντον Πρέντου και του είπε χαμηλόφωνα: «Θα μπορούσατε να μου κάνετε μια χάρη; Να πείτε εσείς στην Γκριζέντα να μην πηγαίνει στο ποτάμι; Δεν είναι σωστό γι’ αυτήν, που θα παντρευτεί έναν άρχοντα

Σιγά σιγά όμως γύρισε στην πραγματικότητα. Της φάνηκε ότι έσβησε η φλόγα και το αίμα σταμάτησε να χτυπά με βία μέσα στις φλέβες της. Ντράπηκε για την ονειροφαντασιά της. Θυμήθηκε την υπόσχεση που έδωσε στη γριά: «όλα θα πάνε καλά». Προσπάθησε να βρει τις λέξεις που έπρεπε να πει στον ανιψιό της για να τον πείσει να μπει στο σωστό δρόμο και να παντρευτεί την Γκριζέντα.

Το θάνατό μου μόνο περιμένει για να το σκάσει και γι’ αυτό δεν μπορώ να κλείσω ήσυχη τα μάτια. Πήγαινε στο παλικάρι και πες του να μην την χάσει, να μην ξεχάσει ότι υποσχέθηκε να την παντρευτεί. Να την παντρευτεί, ναι, κι έτσι η ντόνα Νοέμι θα πάψει να τον σκέφτεται. Πήγαινε

Ας μη μιλάμε γι’ αυτόν.» «Κι όμως, θα μιλήσουμε γι’ αυτόν», είπε η ντόνα Έστερ έντονα. «Έφις, εξήγησέ μου τις κουβέντες σου.» «Τι να σας εξηγήσω, ντόνα Έστερ; Ότι ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι;» «Α, ώστε κι εσύ το ξέρεις; Πώς το ξέρεις;» «Εγώ ήμουν ο πρώτος προξενητής.» «Ο πρώτος κι ο τελευταίος», φώναξε η Νοέμι πετώντας κάτω το γάτο σαν να ήταν κουβάρι. «Αρκετά.

Έσκυψε μέσα του: έσκαβε, σιωπηλός, τραβούσε, τραβούσε, όπως την πέτρα από ένα πηγάδι. Τελικά ανασηκώθηκε αναστενάζοντας, κουρασμένος και αδύναμος. «Τζατσίντο, άκου τι έχω να σου πω. Έτσι είναι ο κόσμος. Ο ντον Πρέντου θέλει να παντρευτεί τη ντόνα Νοέμι και η ντόνα Νοέμι δεν θέλει. Εσύ φταις γι’ αυτό

Πρώτος στη σειρά ο Ρετόρος , μετά η αδελφή του, έπειτα ο Μιλέζος που είχε παντρευτεί την κόρη εκείνης και που είχε γίνει, από πλανόδιος πωλητής πορτοκαλιών και κανατιών, ο πλουσιότερος έμπορος του χωριού. Ακολουθούσε ο ντον Πρέντου, ο Πρόεδρος του χωριού, που ήταν ξάδελφος των κυράδων του Έφις. Ο ντον Πρέντου ήταν πλούσιος, όχι όμως σαν τον Μιλέζο.

Αυτό το φοβερό θέαμα μου έφερε λιποθυμία, αλλά προς ξάφνιασμά μου, ο θείος μου δεν έδειξε έκπληξη αλλά μάλλον θυμό. Το ήξερα, είπε, ότι ο γιός μου είχε τρυφερό δεσμό με αυτήν την κυρία, την οποία ήταν αδύνατο να παντρευτεί.

Ο θείος Πιέτρο; Τι είναι ο θείος Πιέτρο; Άφησε τις θείες να υποφέρουν τόσα χρόνια μόνες, μέσα στη φτώχεια και στην καταφρόνια όλου του χωριού, και τώρα κι αυτός πιστεύει πως κάνει καλό επειδή θέλει να παντρευτεί τη Νοέμι! Το κάνει επειδή η γυναίκα τού αρέσει σαν γυναίκα, όπως σ΄ εμένα αρέσει η Γκριζέντα, και τίποτε περισσότερο. Αγάπη είναι αυτή, συμπόνια; Κι εκείνη καλά κάνει που δεν τον θέλει.

Το αγόρι έγινε επιθετικό. «Τότε θα πρέπει να διώξει εμένα; Τι θα κάνω τότε εγώ; Η Γκριζέντα θα παντρευτεί και θα φύγει. Εγώ όμως τι θ’ απογίνω; Θα ζητιανεύω; Όχι, να πάτε εσείς που είστε και γέρος.» «Έχεις δίκιο», είπε ο Έφις, και έσκυψε το κεφάλι. Η υποχωρητικότητά του έκανε πάλι φιλικό απέναντί του το μικρό υπηρέτη. «Ο ντον Πρέντου είναι τόσο πλούσιος που μπορεί έτσι και αλλιώς να σας πάρει.