United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πού είχε τα μάτια του ο Γερο-Λαλεχός; Ο Μαθιός ήθελε να βγάλη ένα βάρος απ' την ψυχή του. Μέσα του θαρρούσε πως κάτι έφταιγε κι' αυτός. Μα πάλι έλεγε με το νου του: «Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε. Της είπα πως παντρεύτηκε. Αν με πίστευε δε θα πνιγόταν κι' αυτή. Μα βλέπεις ο Πειρασμός της έβαλε στο νου πως πνίγηκε. Και πήγε να τονέ βρη». — Εγώ δεν της είπα πως πνίγηκε! είπε σε λίγο δυνατά.

Έρχονται κ' οι πατριώτες και μας λένε ένας το μακρύ του κι' άλλος το κοντό του. Άλλος μας λέει πως πέθανε κι' άλλος πως παντρεύτηκε κι' άλλος μας λέει πως τον είδε με τα μάτια του και πως μπαρκάρησε για την πατρίδα.

Τι να είχε γείνει ο καημένος ο Τασιούλας; Άλλοι έλεγαν, ότι τον καιρό, που πήγαινε στη Βλαχιά είχε πέσει από το μουλάρι στο Δούναβη και πνίγηκε, άλλοι πάλι, ότι στο Γιάσι, που καταστάθηκε, τον αγάπησε μια Βλάχα για την ομορφιά του και τον παντρεύτηκε, άλλοι ότι είχε πεθάνει από αρρώστεια, κι' άλλοι πάλι έλεγαν άλλα.

Είπανε μάλιστα πως ένας της το μολόγησε ολοφάνερα, και πως τόσο την όργισε, που ανασηκώνοντας την ποδιά της « Αυτό αγάπησες, κακορρίζικε» του είπε «κι όχι την αληθινή την ομορφιά». Φαίνεται όμως σαν παραμύθι αυτό. Η αλήθεια είναι πως η Υπατία ποτές δεν παντρεύτηκε, παρά έμεινε από τις λίγες που παραστήσανε στον κόσμο ταψεγάδιαστο πρόσωπο της Ολύμπιας Αθηνάς.

Ο Μάρκος εγκαταλείπει την αίθουσα, η Βασίλισσα αποσύρεται στο δωμάτιο της, και καλεί τον Ντινάς κοντά της. «Φίλε, σε στέλνει ο Τριστάνος; — Ναι, Βασίλισσα. Βρίσκεται στο Λιντάν, κρυμμένος στον πύργο μου. — Είναι αλήθεια πως παντρεύτηκε στη Βρεττάνη; — Βασίλισσα, αλήθεια σας είπαν. Βεβαιώνει όμως ότι καθόλου δε σας πρόδωσε: Ότι ούτε μια μέρα δεν έπαψε να σας αγαπά περισσότερο απ' όλες της γυναίκες.

Αυτός ήταν τόσο απελπισμένος που αποφάσισε να αυτοκτονήσει, αλλά έσκαψε εκεί που η κυρία είχε ονειρευτεί και τώρα είναι τόσο πλούσιος που μπορεί να δίνει είκοσι χιλιάδες λιρέτες σε μα γυναίκα….» «Γιατί δεν παντρεύτηκε εκείνη που ονειρεύτηκε την πετρελαιοπηγή; Μήπως ήταν κιόλας παντρεμένη;», ρώτησε σκεφτικός ο Έφις.

Ο Μαθιός τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας φοβέρες. Σαν πήγε λίγο μακρύτερα κοντοστάθηκε κ' έβαλε τις φωνές, σαν ντελάλης: — Φταίω γω που σας λυπήθηκα παληοθηλυκά και δε σας τώλεγα καθαρά και ξάστερα. Από ποιόνε περιμένετε γράμματα; Ο γαμπρός σας δεν αδειάζει να σας γράψη... Παντρεύτηκε! Νάταν κι' άλλος. Μια νεκρική σιωπή χύθηκε τριγύρω. Μια φωνή γυναικεία ακούστηκε έπειτα: — Να φας τη γλώσσα σου! Ψεύτη!

Έλεγε πως τη γελούνε. «Βρε παιδί μου, κάθεσαι και χάνεσαι για έναν άνθρωπο που σε παράτησε και πήγε και παντρεύτηκε στα ξένα; Δεν ήταν άνθρωπος για σένα. Γαμπροί άλλο τίποτε. Θα βρης άλλον καλύτερο, όπως σου αξίζει». Αυτή τίποτε. «Ο Γιαννιός μου πνίγηκε. Τον πήρε η θάλασσα απ' την κουβέρτα. Τα κοκκαλάκια του στην αμμουδιά τα δέρνει η θάλασσα. Θα πάω να τονέ βρω». Σημαδιακά λόγια.

Του έκανε μάγια μια φτωχή κοπέλα που έπρεπε να την παντρευτεί και δεν την παντρεύτηκε.» «Τι λες, καλέ Μαρία; Εάν του έχει κάνει μάγια, του τα έκανε για να την παντρευτεί….» «Μη με σπρώχνεις γι’ αυτό! Άντε πνίξου, Φραντσίσκα ΜπεΜε δόντια που άστραφταν στο όμορφο στόμα, γεμάτο με βρομόλογα, περνούσαν μπροστά από τον Έφις.

ΜΟΥΣ. Θα θυμάται• απόδειξις ότι και τώρα δεν παντρεύτηκε, αλλ' αν και τον πιέζουν και τον αναγκάζουν, αρνείται. ΜΗΤ. Να δώση ο Θεός να μη σε γελάση και τότε θα θυμηθής τα λόγια μου. Αμπελίς και Χρυσίς. ΑΜΠΕΛΙΣ. Μπορεί ν' αγαπά ένας άνδρας που μήτε ζηλεύει, μήτε θυμώνει, μήτε σ' εκτύπησε ποτέ, ούτε σούκουψε τις πλεξούδες, ούτε σούσχισε τα φορέματα;