United States or Libya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και γιατί μαθές να μου πη η στρίγλα εκείνη η γύφτισσα πως θα ταφήσω τακριβό μου το σπιτικό και θα μισέψω στα ξένα, μα πως θα μεταγυρίσω, λέει, πάλε στον τόπο μου, και θάρθω, με πρωτοτάξιδο καράβι που θάχη σύννεφα για πανιά! Κι άξαφνα σα να βούρκωσε η καημένη κ' έκαμνε να φύγη, μα κοντοστάθηκε πάλι και ξαναγύρισε, και μου λέει πως σε καλά χέρια θα πέσω και να μην πολυνοιάζουμαι!

Όλα τα περίμενα απ' τον κόσμο και τίποτε δε με ξάφνιζε. Μα είνε και μερικά πράμματα που δεν τα περιμένεις. Κοντοστάθηκε μια στιγμή, γέμισε το τσιμπούκι του και ξανάρχισε: — Καλωσύνες! Καλωσύνες! Ανάθεμα την καλωσύνη. Με τα γεράματα παραξένεψα κι' όλα. Η καλωσύνη μου καθότανε σα βραχνάς στα στήθια. Νύχτες ολάκερες δεν μπορούσα να κοιμηθώ.

Ο ξένος είχεν ακούσει, ότι η Κώσταινα είταν ξενιτεμένη πολλά χρόνια, χωρίς γράμμα και χωρίς αντιλογιά, ακούοντας τώρα, ότι την έλεγαν και Κώσταινα, και τον προύχοντα να φωνάζη «τα σχαρήκια... » κοντοστάθηκε λίγο, κλονίστηκε, σαν κυπαρίσσι, που τώχει κόψει τες ρίζες του ο ξυλοκόπος, άφησε από τα χέρια του το καπίστρι του μουλαριού, γονάτισε και σωριάστηκε κατά γης, ψηλά στο χιόνι.

Άλλες γυναίκες, χλωμές, κάθονταν να ξεκουραστούν επάνω στις πέτρες από τους χαμηλούς φράχτες που περικύκλωναν μια εξωτερική αυλή. Ο Έφις κοντοστάθηκε κουρασμένος, με το δισάκι να του γλιστρά από τους ώμους, και ξεκίνησε την κουβέντα μαζί τους. «Πού βρίσκεται ο ντον Τζατσίντο;» «Ποιος; Εκείνος από το Μύλο; Εδώ, πιο πάνω. Τι του κουβαλάς μες στο δισάκι; Είσαι ο υπηρέτης του;» «Ναι.

Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.

Σαν περνούσε από το μεγάλο περιβόλι, κοντοστάθηκε και κύτταξε τα ψηλά δένδρα. Τα πόδια του τρέμανε και δεν μπορούσε πια να περπατήση.

Το πήρε απόφασι και προχώρησε με αποφασιστικό βήμα. — Καλώς το Μαθιό. Άργησες, καλότυχε. Το γράμμα... Φέρε μας το γράμμα. Και άπλωσε το χέρι από το παράθυρο, να πάρη το γράμμα. Ο Μαθιός κοντοστάθηκε, ξαφνισμένος. — Μακάρι να είχα, παιδί μου. Στο χέρι μου είνε; Με το άλλο, πρώτα ο Θεός, ελπίζω να σας ευχαριστήσω. Κάνετε υπομονή. — Δε γίνεται, είπε η Ουρανίτσα. Το γράμμα τώχω. Ψάξε να το βρης.

Με τα μάτια χάμω, τραβιώντας τα μανίκια της έκαμε αργά-αργά τα λίγα βήμα ως την πόρτα που στεκόταν ο Νίκος και βγήκεν έξω . . Ο Νίκος κοντοστάθηκε λιγάκι: την τελευταία στιγμή του φάνηκε πως θα τον ξαναφώναζε κάποιος πίσω, πως δεν τόχε πη σταλήθεια η Βεργινία να παν, αυτός με τη Λιόλια, στους κάμπους για λουλούδια.

Τα μισόκλειστα μάτια κοίταζαν, ωστόσο, προς τα επάνω, αλλήθωρα, όπως συμβαίνει στην προσπάθεια να συγκεντρωθούν σε ένα μόνο μακρινό σημείο. Μόλις την είδε ο ντον Πρέντου, αναρίγησε και κοντοστάθηκε. Από την κίνησή του η Νοέμι κατάλαβε την αλήθεια.

Τους πήραν κάβο μερικοί κάτω απ’ το δρόμο και τους ρίχτηκαν κι αυτοί με λύσσα. . . Κοντοστάθηκε το ρέμα του κόσμου στο πεζοδρόμιο . . . Δυο φίλοι του Νίκου που περνούσανε μέσα σε μια παρέα τονέ γνώρισαν απάνω στο παράθυρο και σταθήκανε: Νίκο!