United States or Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα, ας έχης χάρι, που είνε μπροστά η γυναίκα σου». Και φεύγοντας μουρμούρισε: «... που δε σούπρεπε, κακομοίρη...» Είπα να σηκωθώ να τον γκρεμίσω, μα βαστήχτηκα πάλι. Ας πάη στο διάολο, είπα μέσα μου, κι' ας μείνω με τα λόγια του. Έφυγε. — Κ' είχε μούτρα να σε ζυγώση σήμερα! είπε ο Βαγγέλης· χαρά στην αδιαντροπιά! — Τον είδατε! Τι σας να πω... — Ας τον να κουρεύεται! είπε ο Μήτσος.

Βρε Γιώργη; Τ' είνε τούτο το κακό; του είπε ο Μητσος, σκύβοντας στο πρόσωπό του με ψυχοπόνια. — Γραφτό μου ήτανε! είπε ο Γιώργης. — Έννοια σου, δεν έχεις τίποτα· κουράγιο! του ξαναείπε. — Το βλέπω κ' εγώ. Θα με πήρε ξυστά! Δεν πονάω... Ο Μήτσος τον έψαξε στο στήθος. Δε φαινότανε τίποτε απ' έξω. Σταλιά αίμα δεν είχε χυθή.

Δεν τώβλεπε τάχα; Άμα γίνεσαι βάρος σ' ένα σπίτι, δεν το καταλαβαίνεις; Τούδωκα να καταλάβη πως οι συχνοβίζιτες δε μ' αρέσουνε. Αυτός τίποτε. Πού τον έχανες, πού τον εύρισκες, στο σπίτι μου. Επί τέλους ανθρώποι είμαστε, θέλει να πη κανείς κ' ένα λόγο με τη γυναίκα του. Ο ξένος πάντα ξένος είνε. Μια μέρα τ' αποφάσισα και του μίλησα. «Άκου, Σταύρο, του είπα...» — Δε βαρειέσαι! τον έκοψε ο Μήτσος.

Ο κόσμος πίσω μαζεμμένος τώρα, συντροφιές- συντροφιές, μιλούσανε ζωηρά και λογοφέρνανε, άλλοι φεύγανε με τα κεφάλια σκυφτά, κι' άλλοι τους σταματούσανε να μάθουνε το τι έγινε. Κανένας δεν ήξερε το πώς και τι. — Άλλο πράμμα πάλι τούτο! Έτσι, χωρίς λόγο κ' αιτία! Ο Μήτσος ο Προκίλης κι' ο Βαγγέλης ο Ζωσιμάς, τα δυο παιδιά που συντροφεύανε τον χτυπημένο, ήτανε παληοί του φίλοι και συντεχνίτες.

Το πολύ έμπα-έβγα σ' ένα σπίτι, καταλαβαίνεις... Πώς να στο πω; Οι γειτόνοι, ο κόσμος... Δεν είπα να κόψωμε τις φιλίες, μα μια φορά και τόσο, όπως έρχονται κ' οι άλλοι φίλοι, νάρχεσαι να μας βλέπης. Μην το πάρης αλλοιώς... Με συμπαθάς μάλιστα...» Αυτά του είπα. — Μωρέ, τέτοια γαϊδούρια σαν κι' αυτόν, έκανε ο Μήτσος, με το γλυκό θέλουνε, ή να πάρης το στυλιάρι του μποτζαργάτη!

Όχι, ρε Μήτσο, είπε ο άλλος. Να μην τον δη έτσι η γυναίκα του. Άσε να τονέ δέσουνε πρώτα οι γιατροί στη σπετσαρία. — Στο σπίτι! Καλύτερα στο σπίτι! είπε ο χτυπημένος. Δεν έχω τίποτα. Στο σπίτι να με πάτε! Τα μάτια του σκορπίσανε μια παράξενη λάμψι. — Στο σπίτι σας λέω! ξαναείπε. — Μη συχύζεσαι, Γιώργη! είπε ο Μήτσος. Σα θέλης στο σπίτι, στο σπίτι σε πάμε...

Άσε με ήσυχο! έκανε ο Γιώργης. Δεν έχω όρεξι για κουβέντες... Ο Σταύρος τον κύτταξε λοξά, έστρηψε το μουστάκι του, ξερόβηξε και, κάνοντας ένα γέλιο παράξενο, βγήκε απ' την ταβέρνα σφυρίζοντας χωρίς να χαιρετήση κανένα. — Έχετε τίποτε; ρώτησε ο Μήτσος σε λίγο. — Τι νάχωμε; είπε ο Γιώργης· στο σπίτι του μέσα δεν είνε αφέντης κανένας; — Θέλει και ρώτημα;

Και να τους γκρεμίσης απ' τη σκάλα! αποτελείωσε ο Βαγγέλης. — Δεν τώκανα, είπε ο Γιώργης, είμαι μαλακός, βλέπεις.., — Αυτός τι σούπε; ρώτησε πάλι ο Μήτσος. — Τι να μου πη; Σηκώθηκε, πήρε τη σκούφια του και κίνησε να φύγη, δίχως να καλονυχτίση. Και στην πόρτα κοντοστάθηκε και μούπε: «Τι να σου κάνω, κακομοίρη; Ήξερα να σου μιλήσω σαν πρόστυχος που είσαι και φαίνεσαι.

Αμέ ο Παλαμάς; Να τα ξαναπώ πάλε; Και κείνος στη γλώσσα παραπάνω να πρόσεχε, να την καλλιεργούσε, να την πάστρεβε, θα μας έφτειανε αριστουργήματα. Μήπως δεν είναι και δυο τρεις άλλοι που πολύ νόστιμα γράφουν, ο Στεφελίδης κι ο Μήτσος ο Χατζόπουλος; Άλλα πάλε μπορεί και να μην αξίζουνε. Λόγου χάρη, του Μιτσάκη η Φιλολογική σελίδα δε μου πολυάρεσε· είναι παιχνίδια.

Εντός της καλύβας εύρισκε την ευτυχίαν και την χαράν μεταξύ του νεαρού ανδρογύνου, την αγνότητα του έρωτος, του οποίου καρπός τρυφερώτατος ο μικρός και παχουλός Μήτσος διέσπειρε την ιλαρότητα· έβλεπεν εκεί μέσα φωλεάν τερπνήν της χαράς, διασκορπισμένην εις όλα τα πενιχρά έπιπλα, παντού την αγάπην, και συναισθανόμενος την ευτυχίαν που έδωκεν εις τους άλλους, υπερηφανεύετο διά μίαν στιγμήν κ' εδέχετο αγογγύστως την τιμωρίαν.