United States or Nepal ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κοίτα τι όμορφο που είναι αυτό: είναι το δώρο του ΠρέντουΈσκυψε, παρόλο που το φόρεμα ήταν στενό, και του έδειξε ένα σεντεφένιο ροζάριο με ένα μεγάλο χρυσό σταυρό. «Βλέπεις; Ήταν ο σταυρός ενός παλιού επισκόπου. Τον είχε η γιαγιά του Πρέντου που ήταν και δική μας γιαγιά κι έτσι θα μείνει στην οικογένεια.

Εκείνα πούχαν μια φορά, Βριόνη, οι γέροντές σου. Ένα δικέφαλο αητό με τα φτερ' απλωμένα Κ' επανωθέ του το Σταυρό... — Θανάση... ναι ή όχι; — Όχι... δε δίνω σ' άπιστον ούτε μια φούχτα χώμα Από τη γη μου τη γλυκειά, ούτ' από τα νερά μου Δε δίνω μια σταλαματιά. — Το κρίμα στο λαιμό σου... Οσμάν!... πώς ήρθες;... τι θα πης;

Και λέγοντας αυτά τα λόγια, έκανε τρεις φορές το σταυρό του, με μεγάλη κατάνυξη. Η κάκω η Μήτραινα τον ξαναγκάλιασε πάλι, και τον έσφιξε δυνατά στα στεγνωμένα στήθια της, λέγοντας του: — Καλώς ήρθες, παιδάκι μ'! καλώς ήρθες! Ο Γιάννης, εξακολούθησε: — Πιστεύω, τον ψεύτικο θάνατό σ' τον έπλασε ο μακαρίτης ο πεθερός μ', για να με κάνη γαμπρό τ'. Αλλά βλέπ'ς; δεν τώστρεξε το άδικο ο Θεός!

Εφίλησα τες δυο δυστυχισμένες, έκαμα το σταυρό μου, επέρασα στη ζώνη το λάζο μου και εις τας δέκα η ώρα επήρα το δρόμο του σπητιού του βουλευτή, με απόφασι να τον σκοτώσω και ό,τι γίνη ας γίνη. Ευρήκα την πόρτα του ανοικτή και τη σάλλα του γεμάτη. Ήταν εκεί και ένας από τους δύο γιατρούς που ήρταν σ' εμένα το πρωί και παρακάτω ένας παπάς με το διάκο του που εκρατούσε τη μετάληψι και το πετραχήλι.

Κι' ανίσως πλανεμένος Κανείς εδιάβαινε απ' εκεί κ' ένοιωθε τα σαράκια Να πριονίζουν άγρυπνα τα κούφια κατακλείδια, Κι' ολονυχτύς να τρίζουνε, έκανε το σταυρό του Κι' ούτε που γύριζε να ιδή το φοβερό το δέντρο, 'Σ τη μαύρην την κουφάλα του εμόνιαζε ένας γύφτος, Γέροντας, κακοτράχαλος, βουβός, φωτοκαμένος, Ανάθρεμμα της ευλογιάς, της λώβας στερνοπαίδι.

Τον έθαψεν εκεί στο έρημο νησί, δίπλα σε χιλιάδες άλλους άτυχους σαν αυτόν και πανέρμους και στον ξύλινο σταυρό του έγραψε μ' ένα κάρβουνο: «Αδερφοσκοτωμένος σφουγγαράς 1876!». Από τότε δεν εβούτηξε πλέον στη θάλασσα, δεν επάτησε μηχανή. Εκεί εκάθησε στο άκαρπο νησί, διώχτης των γλάρων και φύλακας των νεκρών. Τέλος με το πρώτο ντεπόζιτο που ήρθε να πάρη τρόφιμα ήρθε κ' εκείνος.

Αναβάνοντας όλα αυτά η καημένη η Κώσταινα στο νου της, κύτταζε την Παναγιά στα μάτια, κι' έχοντας τα δικά της τα μάτια γεμάτα δάκρυ και κάνοντας το σταυρό της έλεγε: — Παναγίτσα μ', κάνε το θάμα σ'!

Και απάνω στον κερεστέ, ένας μούτσος σκαρφαλωμένος, που έσερν' ένα σανίδι με κόπο, να το σιγουράρη στο σωρό, άφησε το σανίδι να πέση απ' το χέρι του, έβγαλε τη σκούφια του κ' έκανε το σταυρό του. Η βάρκα, με το ανεπάντεχο ρυμούλκιο, έσχιζε σιγά και λυπητερά τα νερά του λιμανιού, λάμνοντας ολοένα κατά το μώλο...

Άμα μπήκε μέσα ο παπάς, τρέμοντας με την κοινωνιά στα χέρια, η άρρωστη ήρθε στα λογικά της, σήκωσε τα μάτια της, έκανε το σταυρό της κι' είπε: — «Σχωράτε με κι' ο Θεός σχωρέσ' σας»! Άνοιξε το στόμα της και δέχτηκε από τη λαβίδα τη μεταλαβιά με μεγάλη ευχαρίστηση και με μεγάλον αναγαλλιασμό.

Εκείνος έμοιαζε ν’ ακούει, με τα γυάλινα μάτια του μισόκλειστα, ήρεμος αλλά αποφασισμένος να μην απαντήσει σαν καλός υπηρέτης, γεμάτος σεβασμό. Η ντόνα Έστερ θυμήθηκε ότι του άρεσαν τα λουλούδια, έκοψε ένα γεράνι από το πηγάδι και του το έβαλε ανάμεσα στα δάχτυλα, επάνω στο σταυρό. Στο τέλος σκέπασε το νεκρό με ένα ύφασμα από πράσινο μετάξι που το είχαν βγάλει για το γάμο.