Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Όλοι οι ξενιτεμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τους δικούς τους και καβαλλήκεψαν κι' αυτοί με μάτια θολωμένα από τα δάκρυα του πόνου της πατρίδας, του σπιτιού, και των δικών τους, κι' έκαναν το σταυρό τους. Τα «έ χ ε τ ε γ ε ι ά», τα «ώ ρ α κ α λ ή» και τα «κ α λ ή α ν τ ά μ ω σ η ν α δ ώ σ η ο Θ ε ό ς!», διασταυρόνονταν απ' εδώ και απ' εκεί.
Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε.
Δε σας είπα πως γυρίζει τώρα από χώρα σε χώρα; ΑΝΝΟΥΛΑ Εδώ όμως δεν ήρθε, Σταύρο. Δεν ακούστηκ' εδώ. Μπορεί να μην έρθή εδώ; θα το φέρη ο δρόμος του που λέγεται ανάγκη, και τότες αλίμονο σ' αυτούς που δεν το νοιώσουνε, δεν το περιποιηθούνε, δεν το ημερέψουνε... ΑΝΝΟΥΛΑ Μα πώς μπορεί να το ημερέψη κανείς; ΣΤΑΥΡΟΣ Μπορεί να το ημερέψη κανείς πριν έρθη στη χώρα.
Την στιγμήν εκείνην ηκούσθησαν κούφια πατήματα επί της χιόνος, έξω, και συγχρόνως φωνή παγωμένη. — Άιντε, Μπάρμπα Σταύρο; Τι κάνεις; Πάνε η εληαίς! — Ωχ! Ωχ! εκραύγασε τότε ο Μπάρμπα-Σταύρος, ως να επόνεσεν αίφνης η καρδία του. Δεν το είχε σκεφθή αυτό, από την χαράν του, ότι ένεκα της χιόνος θα έκαμνεν οικονομίαν. Ο φαιδρός πάντοτε γέρων αίφνης εμελαγχόλησε και συνωφρυώθη.
Αλλά κι εκείνη, η Βασίλισσα του Σαβά, δεν ήταν ευχαριστημένη… Η Νοέμι θα τον βαρεθεί κι εκείνη το χρυσό σταυρό της και θα θελήσει να φύγει μακριά, όπως η Λία, όπως η Βασίλισσα του Σαβά, όπως όλοι…» Αυτό όμως δεν του έκανε καμία έκπληξη πια∙ να πάει κανείς μακριά, πρέπει να πάει κανείς μακριά, σε άλλα μέρη, όπου υπάρχουν πράγματα σπουδαιότερα από τα δικά μας. Κι εκείνος ετοιμαζότανε για εκεί.
Αρκεί μονάχα να μη τις δημιουργεί. ΑΝΝΟΥΛΑ Σταύρο, ξέρεις γιαΤι πέθανε η μητέρα; Πέθανε για σένα, από τη μεγάλη αγάπη που είχε για σένα. Για μένα! ΓΙΑΓΙΑ Από τη νύχτα εκείνη, την κακή νύχτα που μας άφησες, έπεσε άρρωστη. Καλή ώρα από τότε δεν είδε. Ένα μαράζι την περιτριγύρισε, και μέρα με τη μέρα έρρεβε. Όλες οι ελπίδες της είτανε σε σένα.
Τότε η κάκω η Μήτραινα την έβγαλε από τη φωτιά, την απόθεκε ψηλά στο πεζούλι της στιας, κι' ύστερα έκανε το σταυρό της μπροστά στο εικόνισμα, παρακαλώντας την Κυρά την Παναγιά και τον Άη — Γιάννη να της φέρουν το παιδί της γερό και καλά από τα Ξένα, πήρε την τσέργα της, χάλασε και σκέπασε τη φωτιά, έσβησε το λυχνάρι, και πλάγιασε ψηλά στην πρόκοβα της τη νυφιάτικη, για να κοιμηθή, γιατί είταν περασμένη η ώρα.
Από εκεί πάνω, ναι, ο Έφις έβλεπε το Βουνό του μακριά και πέρασε τη νύχτα με προσευχές, κάτω από το μαύρο σταυρό που έμοιαζε να ενώνει το γαλανό ουρανό με την γκρίζα γη. Την αυγή ακούστηκε μια μακρινή ψαλμωδία.
Πυρ ομαδόν απάνω στα κεφάλια μας. Είμαστε ντιπ κατάλακκα, χωρίς ταμπούρια, χωμένοι μέσα στα κουτρόνια. Άξαφνα πέρ' απ' τα Καβούρια πλακόνει ένα τουρκικό μ' οχτακόσους Τόρα, κυρ λοχία, μου κάνουν αντάμα όλα τα παιδιά, τι θα κάμουμε; Να μας βοηθήσουν οι δικοί μας είταν αδύνατο. Τόρα μωρέ παιδιά, τους κάνω, κάμτε το σταυρό σας, φιληθήτε και πέστε πως δεν είστε ζωντανοί.
Και σαν τάθαψα τακριβά μου και τα σκέπασα με χώμα και με πετράδια, και κατρακύλισα απάνω απάνω κ' ένα μεγάλο λιθάρι, και χάραξα σταυρό μ' ένα κεραμίδι, πήρα τα κλαμμένα μάτια, μου κ' έφυγα κατά τα βουνά. Παρακαλούσα ν' ανταμώσω έναν τους μπροστά μου, να δώσω και να πάρω μια μαχαιριά, και να γλυτώσω.» Εδώ τον πήραν το γέρο τα δάκρια. Δεν μπόρεσε να πάη εμπρός. Δεν μπορούσαμε και μεις πια ν' ακούμε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν