Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Μα εκείνο δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνε, αφού στάθηκε κοντά μου, γλυκογελούσε πολύ και μου πετούσε σμέρτα και δεν ξέρω πώς με γήτευε ώστε να μη θυμόνω πια. Παρακαλούσα να σιμώση χωρίς να φοβάται πια τίποτε κι ορκιζόμουνα στα σμέρτα, πως θα το αφίσω, αφού του χαρίσω μήλα και ρόιδια, κι ότι θα του δώσω την άδεια να τρυγάη τα δέντρα και να κόβη τα λουλούδια, αν μου δώση ένα φιλί.
Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.
ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Θα πηγαίνωμε κ' εμείς. ΑΡΓΓΑΝ Θα σας παρακαλούσα, κύριε, να μου πήτε πώς βρίσκετε την κατάστασί μου. κ. Τι λέγεις; ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Λέγω, ότι ο σφυγμός του κυρίου είνε σφυγμός ανθρώπου που δεν είνε καθόλου καλά. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Καλά. ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Ότι είνε υποτραχύς, για να μην 'πω τραχύς. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Πολύ καλά! ΘΩΜΑΣ ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Απωστικός. κ. ΔΙΑΦΟΥΑΡΟΥΣ Πολύ καλά.
Μου φαινότανε πως έτρεχα μέσα στο σκοτάδι για ναπαντήσω εκείνο που έμελλε να γίνη και παρακαλούσα μόνο ναργήση να γίνη, παρακαλούσα να τονέ βρω ζωντανόν ακόμα όταν φτάσω κ' έτσι να μπορούσε να κρεμαστή άλλη μια φορά από το λαιμό μου και νακούσω τη φωνή του. Κ' έτρεχε, έτρεχε το αμάξι με δαιμονική βία.
Θυμάσαι πως σου το είπα τότε; Πίστευα τότε πως μου τον έστειλε ο θεός για να με κρατήση στη ζωή κ' έτσι να μπορέσω να σε κάμω ευτυχισμένο καθώς το πιθυμούσα και παρακαλούσα κάθε βράδι το θεό γι' αυτό. Πίστευα σταθερά πως ο θεός με άκουσε και μιλούσα γι' αυτό με το μικρό Σβεν όταν είμαστε μόνοι και δεν μπορούσε νακούση κανείς τα λόγια μας. Μα τώρα, Γιώργο, τώρα αυτός μ' αφίνει.
Παρέστη προ αυτής το μέλλον, άχαρι κατηφές και πένθιμον, ως είνε παντός ανθρώπου χάσαντος ό,τι και αν έχη και ηναγκασμένου να ξενοδουλεύη διά να βγάνη την κόρα, το ψωμί του· τα γόνατά της εκάμφθησαν κ' επρόσπεσεν εις τον κυρ Γιαννίκον, ολολύζουσα, παρακαλούσα αυτόν να την λυπηθή ή να της δώση προθεσμίαν ή κάτι τουλάχιστον να της αφήση προς ενθύμησιν του παρελθόντος.
— Έλα, γιαγιά, πες μας τώρα, περπατεί ακόμα το βασιλόπουλο; Η γιαγιά δεν μιλούσε. Μόνο μας κύτταζε με κάτι μάτια παράξενα. Σηκωθήκαμε όλοι και την τριγυρίσαμε. Άλλος της χάιδευε τις πλάτες, άλλος τάσπρα της μαλλιά κι’ άλλος τα γόνατά της. Εγώ την έβλεπα στα μάτια και την παρακαλούσα. — Έλα, γιαγιακούλα, άφησε τώρα τα νάζια σου, πες μας τι έκανε το βασιλόπουλο. Περπατεί ακόμα;
Ελθούσα λοιπόν η Φερετίμη εις την Αίγυπτον, εκάθισεν ικέτις εις την οικίαν του Αρυάδνου, παρακαλούσα αυτόν να την βοηθήση και προφασιζομένη ότι ο υιός της εφονεύθη διά την προς τους Μήδους αφοσίωσίν του. Ο δε Αρυάνδης ούτος ήτο διοικητής της Αιγύπτου, διορισθείς υπό του Καμβύσου· μετά ταύτα όμως ο Δαρείος τον εθανάτωσε διότι ηθέλησε να εξισωθή με αυτόν.
Ύστερα αφού εσώνετο το κηράκι, μ' εσκέπαζε πάλιν η μαύρη νύχτα. Έκαμνα τότε τον σταυρόν μου και εφιλούσα την χρυσήν μου καδένα, και παρακαλούσα τον άγιον Γεώργιον. Αυτό εξηκολούθησεν ολόκληρον ένα σαρανταήμερον, κ' έβλεπα ότι αι δυνάμεις μου επανήρχοντο ημέραν με την ημέραν. Μόνον οπού ήμουν ακόμη τυφλός. Αλλά είχα θάρρος εις την ψυχήν μου και δεν εσυλλογιζόμην πλέον τον θάνατον.
Μα ήξερα σε ποια γωνιά είταν οι τάφοι τους, και στάθηκα κει. Στάθηκα, και παρακαλούσα κανένα φάντασμα να κατέβη και να μου πη πως το ξέρουν πως γύρισα, πως είμουν κοντά τους, πως ήθελα να είμαι ακόμα κοντήτερα, ακόμα βαθύτερα. Τι να ζω, τι να περιμένω πια τώρα! Την ανεμοσκόρπισα τη ζωή μου!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν