United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέτοια κουζουλάδα, πρέπει, σε κρατεί και σένα, εξηκολούθησεν ο Σαϊτονικολής, και θαρρείς πως δε σε φτάνει μια παρά ρίχτεις το νου σου σ' όποια δεις. Έχε, καλορρίζικε, μια ολιά 'πομονή να κτίσης το σπίτι σου και να πήξη ο μυαλός σου κύστερα σαν πάρης την Πηγή, θαρθής να μουπής και συ πως σε φτάνει και υπερυψούται. Ο Σαϊτονικολής εγέλα, αλλ' ο Μανώλης είχε γίνει πολύ σοβαρός.

Πόσες άνοιξες πέρασαν και πόσες θα περάσουν ακόμα όμορφες σαν τότε, και συ δε θάρθης πια στο κάλεσμα της ψυχής μου. Στον Δ. Κακλαμάνον Η ζωηρή κουβέντα για τα πολιτικά του τόπου κόπηκε ξαφνικά.

Με τόση καρδιά θα παρακαλούσα την Παναγία, που θεωρούσα βέβαιο ότι θα με εισήκουε. — Αι; ρώτησε η μητέρα μου· είντα λες; πας; — Πάω, της είπα. Θαρθής και τουλόγου σου; — Όι, παιδί μου, δε μπορώ 'γώ. Είνε μεγάλη κούραση για μένα. Μα είντα με θες εμένα; Εκειά θάχης τη θεια σου, το μπάρμπα σου και τα ξαδέρφια σου. Θαρθή κιο Βασίλης ίσα 'κειά να σου κάνη συντροφιά.

Σε προσκαλώ για ξένο μου σε φιλικό τραπέζι στο σπίτι μου, θάρθης μαζύ μ' εμένα στην Αθήνα, τάχα σαν νάσαι θεατής, κι όχι παιδί δικό μου• γιατί δεν θέλω, ευτυχής εγώ, τη σύζυγό μου, που είν ως τώρα άτεκνη, σε λύπες να την ρίξω. Κι' όταν περάση ο καιρός, θα σε παρουσιάσωαυτήν, όπου της χώρας μου το σκήπτρο θα σου δώσω.

Κι' όποιος μεθάη στέφανο στην κεφαλή θα φέρη, κι'απ' το τραπέζι θα τραβά μ' ένα δαδί στο χέρι• η δε γυναίκες έτοιμες θα στέκουν στης διόδους, καιόποιους επιστρέφουνε θα πέφτουνε μ' εφόδους και θα τους λεν': «Έλα μ' εμάς• έχουμε μια κοπέλλα μικρούλα, πούνε τρέλλα». «Κ' εδώ μια κάτασπρη θα βρης, πούνε θεά στα κάλλη» από ταπάνω-πάτωμα θα του φωνάζ' η άλλη• μα πριν μ' εκείνη κοιμηθής, μ' εμένα πειό μπροστά θαρθής». Μα πίσω απ' τους ώμορφους, που θάνε στην εντέλεια, κι'από τα παιδαρέλια, θ' ακολουθούν οι άσχημοι και τούτα θα τους λένε: «Ε, ε! του λόγου σου! πού πας; σαν σε φωνάζουν μπαίνε, μα δεν θα κάνης με καμμιά, γιατ' εψηφίσθη στη δουλειά να προηγήτ' η ασχημιά.

Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου, είνε χιλιάδες άλογα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα· εγώ δε θέλω να σε 'δώ να μου κουτσαίνης. Πάμε. Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τι κόσμος πούνε! Πώς θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος; θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.

Συνήρχετο όμως ο γέρων αμέσως και τότε τα μάτια του επλημμυρούσαν από δάκρυα. Μια νύχτα, είχαν περάσει εννέα ημέραι από τον θάνατοντου εφάνη πως άργισε να σηκωθή· είχε λειτουργίαν εις το Κάστρο, τρεις ώραις δρόμον, εδέχθη δε επίτηδες προς παραμυθίαν με την εξοχήν. Εξύπνησε μεσάνυκτα, φοβισμένος ότι επέρασεν η ώρα και εφώναξε: — Κουκκίτσα! Θαρθής στο Κάστρο;

Πάρε με στον ευτυχισμένο τόπο για τον οποίο μου μιλούσες άλλοτε. Στον τόπο από τον οποίο δε γυρίζουν, όπου λαμπροί μουσικοί τραγουδούν ρυθμούς χωρίς τέλος. Πάρε με! — Ναι, θα σε πάρω στον ευτυχισμένο τόπο των ζωντανών. Πλησιάζει ο καιρός. Μήπως μένουν πεια κι' άλλες πίκρες να πιούμε; κι' άλλες χαρές; Πλησιάζει ο καιρός. Όταν έρθη το πλήρωμα του χρόνου, αν σε καλέσω Ιζόλδη, θάρθης;

Μα πως ήρθες εδώ, Σβεν; είπε η μαμά μέσα σ' όλη τη χαρά της. Η μαμά είτανε να γυρίση αργά τη νύχτα. — Το ήξερα πως θαρθής, είπε ο Σβεν. Η φωνή του και τα μάτια του είτανε γεμάτα ξάφνισμα, πώς η μαμά δεν μπορούσε να φανταστή ένα πράμα τόσο απλό. — Ήξερα πως θαρθής και γι' αυτό κάθησα εδώ και περίμενα.

Στα όρη· εκειά πούχομε τα ωζά μας. Όπου κιάνε πάμε θάμεστα καλά, σα θάμεστα μαζή. — Δε μπορώ να κάμω ανεβουλής του κυρού μου και ταδερφού μου. Μα γιάειντα δεν έχεις απομονή; Ο Μανώλης ανετινάχθη όταν ήκουσε την λέξιν υπομονή, μίαν λέξιν την οποίαν δεν ενόει και την οποίαν εις την περίπτωσιν του εθεώρει αδύνατον. — Δεν κατέω 'γώ απομονή και ξαπομονή, μόν' αυτό που σου λέω. Θάρθης να φύγωμε;