United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ηκούσθη τότε η φωνή του Κωνσταντή όπισθεν του μικρού διαφράγματος. — Ξυπνήσατε, πεθερά; . . . έλεγε, πώς περάσατε; — Πώς να περάσωμε! . . . «Σαν την κόττα στο μύλο». Έλα να πιής το ρακί σου. Ο Νταντής εφάνη εις την θύραν του χειμερινού θαλάμου. Ήτο ευρύστερνος, με άχαριν τον κορμόν, «αΐσκιωτος», όπως έλεγεν η γραία πενθερά του, και σχεδόν σπανός.

Μπορεί να μας πάη μακριά από περιβάλλον που οι ομορφιές του σκοτίζονται από την καταχνιά της πραγματικότητος είτε η εξευτελιστική ασχήμια και οι χυδαίες απαιτήσεις που αφανίζουν την τελειότητα της αναπτύξεώς μας. Μπορεί να μας βοηθήση ν' αφήσωμε τον αιώνα, που γεννηθήκαμε και να περάσωμε σ' άλλους αιώνας και να βρούμε ότι δεν είμαστε εξόριστοι από την ατμοσφαίρα τους.

Πέρασε, σε παρακαλώ, αύριον το πρωί, και . . . τράβα του κανένα εκατοστάρικο. — Χωρίς άλλο! ησύχασε. Είνε πράγμα που διορθόνεται. Είνε αντικρύτην ψηφοφορία, και ο κόσμος μπαίνει βγαίνει αδιάκοπα. Είνε καλό ν' ακούεται τ' όνομά μας. — Θύμισέ μου το αύριο, που θα περάσωμε από 'κεί.

Πώς έγινε πάλι τούτο το κακό; — Είχε τίποτα με κανένα; Μαλλώσανε; — Κύριε ελέησον! Ξέρω κ' εγώ τι να πω; — Η δυστυχισμένη η γυναίκα του! Και νειόπαντροι!... Ο χτυπημένος ανασήκωσε το κεφάλι του. — Δεν αφίνετε, ρε παιδιά, να περάσωμε; Κάντε μας τη χάρι Κάνανε τόπο πάλι. — Στη σπετσαρία! εμπρός! — Ο άνθρωπος έχει σπίτι. Στο σπίτι του να τον πάμε, είπε ένας απ' τα παιδιά που τον κρατούσανε.

Ο Καίσαρ μάτωσε της εκκλησίας τον κρίνο.. Όμως αυτός δεν θα δειλιάση και ο καθείς μας να του μοιάση πρέπει, γιατί από τη φθορά στην αφθαρσία θε να περάσωμε και θα ντυθούμε την αθανασία. Από τάφον ανοιγμένο λες και βγαίνει η φωνή της, Για δες πως σειέται σαν καλάμι το κορμί της. ΠΡΟΦΗΤΙΣΣΑ. Και τώρα δε θέλω ν' αγνοήτε όπως και οι άλλοι την αλήθεια την μεγάλη.

Για γάμο είμαστε, ευλογημένη; Δεν βλέπεις τι φτώχια μας δαίρνει; Δεν βλέπεις που με σάστισε αυτός ο καπετάν-Παρμάκης; — Να μη τον εύρη ο χρόνος, παιδάκι μου! Ναι! — Να μη τον εύρη ο χρόνος, κυρά-μητέρα! Τώρα είπες καλά. — Λοιπόν, κυρ-Δημάκη; — Θα σας πω εγώ, κυρά-μητέρα, θα σας πω. Τώρα δεν αδειάζω. Σαν γυρίσω από το Σκόπελο. Ας περάσωμε τώρα, όπως περάσαμε ως τώρα. Θα σας πω εγώ!

Παιδί μου, δε θαρθής μαζί, κάθισ' εδώ, χρυσό μου, είνε χιλιάδες άλογα κ' είν' ο μπαμπούλας έξω και τα δαγκώνει τα παιδιά. Κλαίγε όσο θέλεις τώρα· εγώ δε θέλω να σε 'δώ να μου κουτσαίνης. Πάμε. Πάρε, Φρυγία, το παιδί, βάλε τη σκύλλα μέσα και κλείσε την οξώπορτα. — Θεέ μου, τι κόσμος πούνε! Πώς θα περάσωμε, καλέ, μέσ' από τόσο πλήθος; θαρρείς μερμήγκια αμέτρητα χιλιάδες και χιλιάδες.