United States or Cocos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γυναίκες,— συφορά σου,— τους άνδρας πάλι κοπανάς που βλέπεις μπρος σου; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Γκρεμίσου απ' αυτού και συ, και κάθησε πειο κείθε· θα πάρω εγώ το στέφανο και θα μιλήσω.—Είθε την προσευχή μου οι θεοί ν' ακούσουν τουρανού, και να 'πιτύχουν όλ' αυτά που μου 'ρθανε στο νου. Αγαπώ κ' εγώ τον τόπο, όπως σεις, ώ άνδρες, όλοι, και γι' αυτό δεν υποφέρω όσα γίνονται στην πόλι.

Εστάθηκε τυχερός στη θάλασσα, την ετρύγισε καλά, ηύρε την εποχή, επούλησε το μπάρκο τον «Άγιο Στέφανο» αγόρασε ξεροχώραφα και τα έκαμε περιβόλι· εμούτζωσε για πάντα το ταξείδι. Την άλλη την ημέρα δεν έφυγα όπως είχα σκοπό· ούτε την άλλη. Ούτε αποβδόμαδα. Δεν ξεύρω τι μ' εκράταγ' εκεί· δουλειά δεν είχα.

Όχι! μα το φως μου, κυρ-Μανώλη . . . — Μα την αγάπη μας, κυρ-Λάμπρο . . . — Έτσι να έχω καλά γεράματα. — Να χαρώ το στέφανό μου, κουμπάρε.

Μα ενώ έπρεπε να είμαι κάτι άλλο, έχω του ανθρώπου τη μορφή, και όλα τα πράματα με αναγκάζουν να πάγω στη θέση μου, να κάνω τον άνθρωπο, να ζω σαν άνθρωπος, να είμαι άνθρωπος. Παθαίνουμαι στην Πόλη· αν και δεν ενδιαφέρει τους άλλους, όμως παθαίνουμαι· πρέπει να έβγω απ' αυτή την πυρωμένη κατάσταση και να νοιώσω τι θέση έχω στην Πόλη ... Θα ιδώ την Πόλη, το πρωί, από τον Άγιο Στέφανο.

ΚΡΕΟΥΣΑ Σου είχα βάλη στέφανο από ελιάς κλωνάρι, της πρώτης που εφύτρωσε στης Αθηνάς το βράχο, που αν υπάρχη μέσα εκεί, θα πρασινίζη ακόμα, γιατ' είν' από αθάνατης εληάς κορμό κομμένος. Αγαπημένη μάννα μου, με τι χαρά σε βλέπω! το αγαπητό σου πρόσωπο με τι χαρά φιλώ!

Καλά, γέρω Μαρούπα, για το χατήρι σου, μα σα γίνεται γάμος, θέλω ν' ακούσω τραούδι. Ο Μαρούπας είπε στης γυναίκες να τραγουδήσουνε, εκάθισε κοντά τους τον ανήσυχο Στέφανο και σε λίγο, στη σιωπή της νυχτιάς αντήχησε ένα οξύ και μακρότατο μονόφωνο. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο λεμόνι. «Να ζήσ' η νύφη κι' ο γαμπρός κ' η συντροφιά μας όλη. «Ένα τραούδι θενά πω απάνω στο κεράσι.

Αχ, δε θα την ευλογούσαν αυτήν, παρά θα την κύτταζαν άγρια σαν τον Παππά-Βουλέτη!. . . Μα δεν έβλεπε τίποτα, παρά τους τοίχους άσπρους σεντόνι. . . Μία στιγμή μονάχα της φάνηκε πως είδε μια μαυροφόρα με το χρυσό το στέφανο πίσω απ’ το κεφάλι σε μιαν άκρη του θόλου, πάνω από’να φεγγίτη, που την κύτταζε αυστηρά και το πρόσωπό της ήτον κάτασπρο κι ασάλευτο σαν της νεκρής της Βεργινίας. . και την έκοψε κρύος ίδρωτας. . κ' έρριξε πάλι τα μάτια της στο βάθος του ιερού, μέσ' απ’ την ανοιχτή Πύλη τον τέμπλου κ' είδε την Παναγία που την κύτταζε -αυτή και ο μικρός Χριστός-με απερίγραπτη λύπη. . . Μια ματιά ήτον πάλι κι αυτή του φεγγαριού πίσω απ’ τα σύννεφα τουρανού της ψυχής της. . . Βγήκαν απ’ την εκκλησία, άντρας και γυναίκα πια ο Νίκος κ' η Λιόλια, και κατέβηκαν το βουνάκι και μπήκαν όλη η συντροφιά μαζί σ'ένα ξενοδοχείο της οδού Πατησίων κ’ έφαγαν ο καθένας ό,τι ήθελε, μ’ έξοδα του κουμπάρου του Περικλή. . . Έπειτα χωρίσανε στην Ομόνοια απ’ τη θεια Ελέγκω, που ήταν όλο ευκές και δάκρυα, και συντροφεμένοι από τους δύο νέους, το καινούργιο αντρόγυνο, γυρίσανε μέσα στην κάψα του απομεσήμερου, ντάλλα καλοκαίρι, στη Γαργαρέτα, στο σπίτι τους, στην κάμαρη της Βεργινίας τη φρικτή- . . Και ξανάκλεισαν πάλι τα σύννεφα μπρος απ’ το φεγγάρι της ψυχής- Στους εφτά της μήνες, εκεί πούπλενε η Λιόλια πεσμένη απάνω στη σκάφη, την έπιασαν άξαφνα οι πόνοι.

Τι κάν' η Υψηλότης σου; λείπουν ακόμη από τη συντροφιά σας κάποια ανάποδα παιδιά, που λησμονήσετε. Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ τραβώντας μέσα τον ΚΑΛΙΜΠΑΝ, τον ΣΤΕΦΑΝΟ και τον ΤΡΙΝΚΟΥΛΟ, ντυμένους με τα κλεμμένα φορέματα. ΣΤΕΦΑΝ. Κάθε άνθρωπος ας φροντίζη για τους άλλους, και κανείς ας μη γνοιάζεται για τον εαυτό του· γιατί όλα είναι της τύχης. Αντριέψου! τέρας, αντριέψου!