United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σε βράχο απάνω καθούμενος, και ξανακλαίοντας του πατρός μου, του βασιλέα, το καταπόντισμα, άκουσα κ' εσιγοσίμωσε κοντά μου αυτή η μουσική απάνω στα κύματα, ημερώνοντας το θυμό τους και το πάθος μου με το γλυκό της ήχο. Από κει την ακολούθησα, ή, κάλλιο, μ' έσυρ' εκείνη. — Αλλ' εχάθη· όχι· αρχίζει πάλι. Ο Άριελ τραγουδάει.

ΑΡΙΕΛ. Σε παρακαλώ να θυμηθής ότι χρήσιμα σ' έχω δουλέψει· δεν σου 'πα ψέμματα, λάθη δεν έκαμα, υπηρέτησα άχολα και απαραπόνευτα· μώταξες να μου κόψης ολάκαιρον ένα χρόνο. ΠΡΟΣΠ. Λησμόνησες από ποίο μαρτύριο εγώ σ' ελευθέρωσα; ΑΡΙΕΛ. Όχι.

ΠΡΟΣΠ. Εύγε σου, Πνεύμα! Ποίος ευρέθη τόσο σταθερός, τόσον ακλόνητος, ώστε να μείνουν γερά τα λογικά του σε τόση αντάρα; ΑΡΙΕΛ. Παντού της τρέλλας η μάνητα, παντού τα καμώματα της απελπισίας· όλοι, όξω από τους ναύταις, εβούτησαν μέσα στους πικρούς αφρούς, κι' άφησαν το καράβι όλο φλόγες μ' εμένα πιασμένο. ΠΡΟΣΠ. Α! έτσι σε θέλω, Πνεύμα μου! Αλλά δεν εγίνηκε αυτό σιμά στ' ακρογιάλι;

Ταραχή από κυνηγούς· διάφορα πνεύματα σαν λαγωνικά βγαίνουν, και τους κυνηγούν. Ο ΠΡΟΣΠΕΡΌΣ και ο ΑΡΙΕΛ παρακινούν τα λαγωνικά. ΠΡΟΣΠ. Μπρος, μπρος. ΑΡΙΕΛ. Τρέχα, τρέχα απάνω τους. ΠΡΟΣΠ. Σου, σου.

ΓΟΝΖ. Ο θεός να τον φυλάξη από τα θεριά· γιατί βέβαια στο νησί βρίσκεται. ΑΛΟΝΖ. Εμπρός. ΑΡΙΕΛ. Ο Κύριός μου, ο Πρόσπερος, πρέπει να μάθη εκείνα, που έκαμα· και συ, βασιλέα, πήγαινε ακίνδυνα, γύρευε τον υιό σου. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνει ο ΚΑΛΙΜΠΑΝ φορτωμένος ξύλα. Ακούεται βροντή.

Ματαμπαίνει ο ΑΡΙΕΛ με τον Καραβοκύρη, και με τον πλωρήτη, που ακολουθούν τρομασμένοι. Κύτταξε, κύριε, κύτταξε, να και άλλοι της συντροφιάς μας! Εγώ είχα προφητέψει ότι, αν η στερηά είχε φούρκες, τούτο το υποκείμενο δεν θα επνιγότουν. Τώρα, βλάσφημε άνθρωπε, που στη θάλασσα δεν ηξέρεις παρά κατάρες, στη στερηά έχασες τη γλώσσα σου; Τι νέα;

ΑΡΙΕΛ. Η έκτη ώρα· καιρός, εις τον οποίον, κύριέ μου, ως είπες, θα πάψουν η εργασίες μας. ΠΡΟΣΠ. Το είπα, από τη στιγμή, πού επροξένησα την τρικυμία. Λέγε, πνεύμα μου, τι κάνει ο βασιλέας με τους άλλους;

ΚΑΛΙΜΠ. Καθώς σου έλεγα, δουλεύω ένα τύραννο· ένα μάγο, που με τη σοφία του μου έκλεψε τούτο το νησί. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα. ΚΑΛΙΜΠ. Εσύ τα λες, μαϊμού αναγελάστρα· εσύ. Να σ' εχαλούσε ο γενναίος μου Κύριος! εγώ δεν λέω ψέμματα. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, ανίσως τον πειράξης πάλι στην ομιλία του, μα τούτο το χέρι, σου πετάω κανένα δόντι. ΤΡΙΝΚ. Και τι; εγώ δεν εμίλησα. ΣΤΕΦΑΝ. Σώπαινε, λοιπόν, και φθάνει. Λέγε.

ΠΡΟΣΠ. Το στοχάζεσαι, πνεύμα; ΑΡΙΕΛ. Η δική μου βέβαια, κύριε, αν ήμουν άνθρωπος. ΠΡΟΣΠ. Και η δική μου πρέπει. Γροικάς εσύ, που δεν είσαι παρά αγέρι, ένα άγγιγμα, μια αίσθηση από τες θλίψες τους, κ' εγώ, ένας από το είδος τους, που αισθάνομαι το κάθε πάθος σφιχτά σαν αυτοί, δεν πρέπει νάχω τρυφερώτερα από σε σπλάχνα.

Τρέξε, βάλε τα δαιμονόπουλά μου να τους στρεβλώσουν τες κλείδωσες με ξερούς σπαραγμούς, να τους κοντήνουν τα νεύρα με γεροντικά μουδιάσματα, να τους ξεψυχίσουν τσιμπιές, να γένη το δέρμα τους παρδαλό σαν της τίγρης ή του αγριόγατου. ΑΡΙΕΛ. Άκουσε, βογγάνε. ΠΡΟΣΠ. Να κυνηγηθούν πλέρια. Σε τούτη τη στιγμή είναι στο χέρι μου όλοι οι εχθροί μου.