United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Πρόσπερος όμως προφθαίνει να εμποδίση το μελετημένο κρίμα, εις το οποίον εφάνηκε η σκληρή και αμετανόητη καρδιά των δύο κακούργων· και με τη φοβερή φωνή της θείας δίκης, που εικονίζεται από τον Άριελ, τους φέρνει εις την άκραν απελπισία, και ξυπνάει τη μετάνοια, η οποία εκοιμότουν εις την ψυχή του Αλόνζου.

ΠΡΟΣΠ. Ώμορφα εμίλησες. Κάθησε λοιπόν, και συνομιλήστε· είναι δική σου. Έ! Άριελ, τεχνικέ μου υπηρέτη, Άριελ! Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ. ΑΡΙΕΛ. Τι αγαπάει ο δυνατός Κύριός μου; ιδού με. ΠΡΟΣΠ. Συ και οι κατώτεροι συντρόφοι σου εκτελέσετε άξια την ύστερη υπηρεσία σας, και σας θέλω πάλι γι' άλλη παρόμοια μηχανή. ΑΡΙΕΛ. Ευθύς; ΠΡΟΣΠ. Ναι, σε ριπή οφθαλμού.

ΠΡΟΣΠ. Το βασιλικό καράβι, τους ναύταις του, λέγε τι τους έκαμες, και τον επίλοιπο στόλο; ΑΡΙΕΛ. Ακίνδυνα είν' αραγμένο το βασιλικό καράβι.

ΑΡΙΕΛ. Σου είπα, Κύριε, πως ήταν κοκκινοφλογισμένοι από τα μεθύσι· τόσο ανδρειωμένοι, που βαρούσαν τον αέρα, γιατί τους έπνεε στο πρόσωπο, εκτυπούσαν τη γη, γιατί φιλούσε τα πόδια τους, αλλά δίχως να σαλέψουν ποτέ από το σκοπό τους· εγώ έκρουσα το τύμπανό μου, και τότε, σαν τάστρωτα πουλάρια, με ταυτιά τεντωμένα, τα μάτια ολάνοικτα, τη μύτη σηκωμένη, ως να ήθελαν να μυρισθούνε τη μουσική, τόσο τους εμάγεψα την ακοή, που, ωσάν τα μοσχάρια, ακολούθησαν το μουγγάλισμά μου, μέσα σε δοντερά τριβόλια, αγκυλωτούς ασπαλάθρους, παλιούρους, και βάτους, που μπήκαν στα μαλακά τους πόδια· τελοσπάντων τους άφησα μέσα στη σάπιαν αφριά του βάλτου, που είναι παρέκει του σπήλιου σου· εκεί μέσα εχορεύανε ως το πηγούνι, ώστε ο άσχημος βούρκος τους εκαταβρώμεψε.

ΠΡΟΣΠ. Πνεύμα, έκαμες την τρικυμία καταλεπτώς καθώς εγώ σου επρόσταξα; ΑΡΙΕΛ. Δεν άφησα το παραμικρό.

ΑΛΟΝΖ. Ποθώ δυνατά ν' ακούσω την ιστορία της ζωής σου. Πρέπει να δένη θαυμάσια την ακοή. ΠΡΟΣΠ. Θα τα φανερώσω όλα· και σας τάζω ατάραχη τη θάλασσα, δεξιούς τους ανέμους, και τόσο καλό το αρμένισμα, να προφθάσουμε τον βασιλικόν στόλον σου, πού εμάκρυνε πέρα. — Άριελ μου, πουλάκι μου, αυτό είναι έργον σου· ύστερα, με τα στοιχεία· μείν' ελεύθερος, και χαίρου! Παρακαλώ, σίμωσ' εδώ.

Δάγκασέ τονε σκότωσέ τον, παρακαλώ σε. ΣΤΕΦΑΝ. Τρίνκουλε, βάστα τη γλώσσα σου· αν κάμης αταξίες, το πρώτο δένδρο... Το τέρας το καψερό είναι υπήκοος μου, και δεν συγχωρώ να μου το βρίζουν. ΚΑΛΙΜΠ. Ευχαριστώ τον υψηλό μου αφέντη. Συγκατεβαίνεις ν' αφοκρασθής πάλι το ζήτημά μου; ΣΤΕΦΑΝ. Ναίσκε· αμμή πώς; γονάτισε και ματαπές το· εγώ στέκομαι ορθός· έτσι και ο Τρίνκουλος. Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ αόρατος.

Δουλεύει. — Προβάτει. — Έκαμες καλά το χρέος σου, ωραίε Άριελ. Ακολουθείτε με. Άκουσε τι θα μου κάμης ακόμα. ΜΙΡ. Παρηγορήσου· ο πατέρας μου, κύριε, είναι καλύτερης ψυχής άνθρωπος απ' ό,τι φαίνεται με τα λόγια· αυτά, που έκαμε τώρα, δεν τα συνηθάει ποτέ του. ΠΡΟΣΠ. Θέλει γενής ελεύθερος όσον οι αέρηδες απάνω στα όρη· μόνον κάμε απαράλλακτα την κάθε προσταγή μου. ΑΡΙΕΛ. Κατά γράμμα.

Γεωργίου και της Περικνημίδος: το κατακόρυφο σημείο στην &Τρικυμία& είναι εκεί όπου ο Prospero πετώντας τα ρούχα του μάγου στέλνει τον Άριελ να του φέρη το καπέλλο του και το μικρό του ξιφάκι και φανερώνεται σαν ο μεγάλος Ιταλός Δουξ· κι αυτό ακόμα το φάσμα στον Άμλετ αλλάζει τη μυστική του φορεσιά για να κάνη διαφορετικές εντυπώσεις· κι όσο για την Ιουλιέττα, κανένας νεωτεριστής δραματογράφος θα την έβγαζε ίσως έξω με το σάβανό της και θάκανε τη σκηνή θέαμα τρομακτικό, όμως ο Σαίξπηρ την ντύνει πλούσια και πολυτελή φορέματα που η ερατεινότης των κάνει το υπόγειο «σάλα γιορτής γεμάτη φως», μετατρέπει τον τάφο σε νυφικό θάλαμο και δίνει στον Ρωμαίο τη διάθεση και το μοτίβο του λόγου του σχετικά με τον θρίαμβο της Ομορφιάς κατά του θανάτου.

ΣΤΕΦΑΝ. Βεβαιότατα. ΚΑΛΙΜΠ. Θέλ' είσαι βασιλέας τούτου του νησιού, κ' εγώ δούλος σου ΣΤΕΦΑΝ. Πώς ξεμπερδεύεται αυτή η δουλειά; Μπορείς να με φέρης εκεί που χρειάζεται: ΚΑΛΙΜΠ. Μάλιστα, μάλιστα, αφέντη, στον καταδίνω στον ύπνο του, και αυτού μπορείς να του μπήξης ένα καρφί στο κεφάλι. ΑΡΙΕΛ. Ψέμματα, δεν μπορείς.