United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όχι μόνον αυτό, φίλε μου, αλλά πολύ πιθανόν και να παρατρέχωμεν την αλήθειαν. Και βέβαια είναι λογικόν αφού εκείνος ήτο γέρων να ήτο σοφώτερος από ημάς. Και αν από κανένα μέρος έβγαζε την κεφαλήν έως τον λαιμόν και μας έβλεπε, χωρίς άλλο θα με κατέκρινε εμέ ως φλύαρον και εσέ διότι συγκατανεύεις, και αμέσως θα εχώνετο εις το χώμα διά να φύγη μακράν από ημάς.

Ήταν ένας λαός αρχαίος που προχωρούσε, προχωρούσε ψέλνοντας απλοϊκούς ύμνους των πρώτων χριστιανών, προχωρούσε, προχωρούσε, μεθυσμένος από πόνο και ελπίδα, σε ένα δρόμο σκοτεινό που έβγαζε σε τόπο φωτεινό αλλά μακρινό, απλησίαστο. Ο Έφις, με το κεφάλι μες στα χέρια έψελνε και έκλαιγε. Η Γκριζέντα κοίταζε μπροστά της με μάτια υγρά που αντανακλούσαν τη φλόγα των κεριών∙ έψελνε και έκλαιγε κι εκείνη.

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που τούλεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα-πέρα το νησί. Αγαπούσε και ταστεία ο πανιερώτατος και τάλεγε μια χαρά. «Ανάθεμά τον! Θεέ μου, συχώρεσέ μου! » — Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς.

Και τώρα ακόμη οπού όλον το πλήρωμα με ζηλευτήν αγάπην άκουε το Χριστουγεννιάτικον άσμα, αυτός ανάψας την πίπαν του, έβγαζε καπνόν και από το στόμα και από τα μάτια, γυρισμένος ανάποδα σαν να είχεν, ο ιδιότροπος, άλλην παρέαν ξεχωριστήν, την πικρίαν και οξυχολίαν του.

Κάνω έτσι τα πόδια μου· πέφτω απάνω σ' ένα κορμί. — Βρε κόφ' το κούτσουρο! κλωτσάω. Το κούτσουρο ήταν ο καπετάν Δρακόσπιλος. Καθισμένος στο λιθάρι δεν έβγαζε μιλιά μόνον εκύταζε κάτω τη σκοτεινή θάλασσα που έσερνε συντρίμμια στα πόδια του τα λείψανα του μπάρκου. — Τι κάνεις εδώ, καπετάνιε; του λέγω. Σήκω και πλακώνει το σκοτάδι. Eδώ θα μας θάψη το χιόνι. Γυρίζει και μου ρίχνει αγριεμένο βλέμμα.

Είπε μία στιγμή να φυσήξη πονεντογάρμπι· αλλά πάλι το εγύρισε γρεγοτρεμουντάνα. Χιόνι άρχισε να μας σκεπάζη· εθυμήθηκε, βλέπεις ο ουρανός πως εχρειαζόμαστε σάββανο! Νέκρα έπεσε στο καράβι κ' ενόμιζες πως ήταν παντέρημο στα κύματα. Μόνον στην πλώρη αγουριότουν το σκυλί και η τρόμπα στην πρύμη έβγαζε αργά και ρυθμικά το θρηνητικό της σκούξιμο, κάτω από του καπετάνιου τα χέρια.

Έτσι κουβέντιαζαν οι διο. Κι' ο Αίας πια στο πλοίο 101 δεν έστεκε, τι οι κονταριές τον έσφιγγαν των Τρώων. Του Δία τον νικούσε ο νους κι' οι τόσοι αντάμα Τρώες βαρώντας· κι' έβγαζε φριχτή τριγύρω στα μηλίγγια, σαν το χτυπούσαν, ταραχή τ' αστραφτερό του κράνος, 105 γιατί όλο στα καλόφτιαστα στεφάνια το βαρούσαν.

Το θρεφτό μας συμμαζωμένο στην πλώρη, κλινάφτικο, με τη μουσούδα χωμένη σε μια νεροκολοκύθα, έμενεν ακίνητο απάνω στα νερά του και δεν έβγαζε γρυ από τον φόβο του. Και το αστροπέλεκο άστραφτε κ' εβρόντα ολόγυρά μας, αριστερά, δεξιά, εμπρός και πίσω μας γοργό και αλλεπάλληλο, λέγεις κ' εβιαζόταν να κατακάψη τα σύμπαντα.

Ολίγες ημέρες ύστερον από τον μισευμόν ετούτου του βασιλέως, ο βεζύρης Αμπτολφατάς ακούοντας να ομιλούν διά τα μεγάλα δώρα που ο Αμπτούλ έκανε καθημερινώς εις τους ξένους που επήγαιναν να τον βλέπουν, και εκστατικός διά το μέγα πλήρωμα που έκανε τόσον αυτουνού, όσον και του βασιλέως και παταλματζή κατά την συμφωνίαν τους, αποφάσισεν με κάθε τρόπον να ξεσκεπάση πού έχει κρυμμένον τον θησαυρόν, που έβγαζε τόσα πλούτη χωρίς να σωθή.

Το γράμμα αυτό το φύλαγε μέσα στο νυφικό της το φέσι με τα τέλια τα χρυσά, και κάθε φορά που ήκουεν ότι η τάδε έλαβε γράμμα από τον άντρα της, έβγαζε κι' αυτή από τη χιλιοπλουμισμένη κασσέλλα της το γράμμα αυτό και πήγαινε στον παπά να της το διαβάση.