United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα όλοι αυθόρμητα κάνουν το σταυρό τους, σκύβουν το κεφάλι, μια φωνή και μια ψυχή φωνάζουν κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα : — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον! — . Όταν η λιτανεία έφτασε κοντά στον Τσαϊπά, σήκωσε κ' εκείνος το χέρι να κάμη το σταυρό του. Μα δεν τελείωσε. Το κόνισμα του φάνηκε παράξενο· κάθε άλλο παρά κόνισμα.

ΡΑΦΤΗΣ Το βρήκα τόσο ωραίο που σκέφθηκα να κάνω και για μένα μια φορεσιά. ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι· μα δεν έπρεπε να την κάνης με το δικό μου ύφασμα. ΡΑΦΤΗΣ Θέλετε να φορέσετε το δικό σας; ΖΟΥΡΝΤΑΙΝ Ναι. Δώσε μου το. ΡΑΦΤΗΣ Σταθήτε μια στιγμή. Δεν γίνονται έτσι αυτά τα πράγματα. Έφερα εδώ ανθρώπους μου για να σας το φορέσουν ρυθμικά. Aυτoύ του είδους τα φορέματα φοριούνται με επισημότητα. Εμπρός, ελάτε μέσα.

Μόνον η κιτρινάδα που έβαφε το πρόσωπό του και το χάλπωμα των ματιών του φανέρωναν τη μεγάλη του συγκίνηση. — Ακούστε, είπε ο Περαχώρας, διαβάζοντας δυνατά και ρυθμικά : Μητρός τε και πατρός και των άλλων προγόνων απάντων τιμιώτερόν έστιν η Πατρίς· και σεμνότερον και αγιώτερον και εν μείζονι μοίρα και παρά θεοίς και παρ' ανθρώποις τοις νουν έχουσι. ..

Τη θέση του ψάλτη την αγαπούσε· αγαπούσε όμως και κάθε άλλη θέση που του έδινε αφορμή να δείξη τη φωνή του. Είτε στο στασίδι της εκκλησιάς, είτε στον πάγκο της ταβέρνας, είτε σε γάμου τραπέζι ήταν ίδιος κι απαράλλαχτος. Σήκωνε τα μάτια ψηλά, πλάγιαζε το κεφάλι, έπαιζε ρυθμικά τα δάχτυλα κ' έχυνε αργυρά κύματ' από τα χείλη του, ευτυχισμένος όπως το πουλί απάνω στο κλαδί του.

Ετρεμούλιαζε τα χυμερά της μαστάρια. Ανοιγόκλειε υγρά τα ματόκλαδά της, χάβνα, ηδονικά, λάγνα, λιγωμένα. Εχόρεβε, εχόρεβε, εχόρεβε. Έπαιρνε το πάλκο απάνω από τη μιαν άκρη στην άλλη. Με μικρά, κοντά, γοργά, ρυθμικά, χτυπητά στο πάτωμα πηδηματάκια. Έφτανε στην άκρη· απαντούσε τον τοίχο. Μια έδινε, ξαναμένη πάντα, βεργολυγερή πάντα, γοργή.

Ν' αγριέψη ο κόσμος και νάχουμε φασαρίες!.. Έτρεξε πίσω από τους παπάδες, δίπλα στο κόνισμα κ' έδειχνε μεγάλη κατάνυξη. Όταν φώναζε το πλήθος το «Κύριε ελέησονάνοιγε το στόμα, το φώναζε κ' εκείνος δυνατά, ρυθμικά και μονότονα. Μόλις άρχιζαν τα σταυροκοπήματα, τ' άρχιζε κ' εκείνος και δεν έπαυε αν δεν έπαυαν πρώτα οι άλλοι.

Ενώ βάδιζε, κουνούσε πέραδώθε απειλητικά το ζερβί του χέρι και φώναζε ρυθμικά: — Παίδες Ελλήνων!.. παίδες Ελλήνων!... Παίδες Ελλήνων ίτε!.. ίτε!.. ίτε!.. Η φωνή του βροντερή κι άτρεμη στην αρχή καταντούσε σα λάλημα βραχνοκόκορα. Στο άνοιγμα της πόρτας στάθηκε ακίνητος, κυττάζοντας την κόρη με μάτια γουρλωμένα σα ν' απολιθώθηκε.

Ο κόσμος έτρεχε από πίσω καταϊδρωμένος, κατασκονισμένος, μισοπαράλυτος. Και δεν έπαυε να φωνάζη κάθε τόσο ρυθμικά και μονότονα : — Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Κύριε ελέησον!... Έτσι έφτασε στο σταυροπάζαρο· ερμιά στο δρόμο· τα μαγαζιά όλα κατάκλειστα. Πέρασε το γεφύρι του Τζαφέρη και χύθηκε σαν πλημμύρα στην πλατεία του Άηδημήτρη.