United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λόγο θα δώσης; Δεν τον ήθελες, τελείωσε... — Όχι, έχω να σου πω, ξαναείπε ο Γιώργης, για να καταλάβετε τι ανθρώποι είνε στον κόσμο. «Άκου, Σταύρο, του λέω λοιπόν, πόσο σε θέλομε στο σπίτι μας το ξέρεις. Κανένα παράπονο δεν έχω μαθές. Μα ο κόσμος είνε κακός.

Η αποστολή μου τέλειωσε, είπε ο έντιμος ευνούχος, Θα μπαρκαριστώ στην Κιούτα και θα σας πάω πίσω στην Ιταλία. &Μα τι συφορά να μην έχης αρχίδ ....& Τον ευχαρίστησα με δάκρυα όλο τρυφερότητα· αλλ' αντίς να με πάη στην Ιταλία μ' έφερε στο Αλγέριο και με πούλησε στον μπέη αυτής της χώρας.

Η ζούλια είναι ένας φόβος που σε πιάνει μήπως χάσης εκείνο που θαρρείς πως είναι δικό σου, ή που τόντις είναι δικό σου· άμα τόχασες, άμα διής πως πια δικό σου δεν είναι, πάει η ζούλια κι αρχίζει άλλος καημός. Αφτό τον καημό, μπορείς όπως θέλεις να τον πης, πότε απελπισία, πότε ανελπισιά, πότε θυμό, πότε πίκρα. Όποιος όμως αγάπησε με τα σωστά του, τέλειωσε, πάει, δε θα ξαναγαπήση.

Συντάχτηκε κατόπι το «Πιστεύω» και σε είκοσι μέρες μέσα τέλειωσε τη δουλειά της η Σύνοδο, παραδέχτηκε δηλαδή το Ομοούσιο , αναθεμάτισε τον Άρειο και τους οπαδούς του, και ξόρισε πολλούς τους στη Γαλατία μαζί με τον αρχηγό τους. Μα μήτε τούτο δεν τόκρινε αρκετό ο Κωσταντίνος, και δω αποφαίνεται πάλι ο Ρωμαϊκός του ο χαρακτήρας.

Ο Έφις τιναζόταν σε κάθε χτύπημα και του φαινόταν πως τον λιθοβολούσαν, αλλά μάζευε τα κέρματα με κάποια απληστία, και η κατάληξη ήταν, μόλις τελείωσε το παιχνίδι, να μετανιώσει πάλι και να ντρέπεται. Στο μεταξύ οι γυναίκες προετοίμαζαν το γεύμα. Είχαν ανάψει φωτιά κάτω από ένα απομονωμένο δέντρο και ο καπνός ανακατευόταν με την ομίχλη.

Είναι αλήθεια, πως είτανε καλός μαθητής, γι' αυτό κ' εγώ θυμάσαι, άμα τέλειωσε το γυμνάσιο, του είπα να ξακολουθήση μια επιστήμη, όποια έχει κλίση, — δεν τονέ στενοχώρησα γι' αυτό... Είχε ανάγκη η οικογένειά μας, τόνομά μας ναποχτήση ένα γραμματισμένο, ένα σπουδασμένο, ένα επιστήμονα, για πολλούς λόγους.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μας 'βγάζει απ' τον δρόμον μας ο άνεμος που λέγεις. Το δείπνον θα' τελείωσε. Θα φθάσωμεν εξώρας. ΡΩΜΑΙΟΣ Κ' εγώ φοβούμαι πρόωρα! 'Σαν να μου λέγη κάτι, ότι μεγάλη συμφορά, 'ς το άστρον μου κρυμμένη, απ' το νυκτοξεφάντωμα τ' αποψινόν θ' αρχίση, κι ότι αυτή, την ύπαρξιν την καταφρονημένην που κλείω εις τα στήθη μου, θα μου την τελείωση με μιαν φρικτήν καταστροφήν θανάτου πριν της ώρας!

Μα, κύριε, βάλτε το χέρι στην καρδιά σας: είστε άρρωστος; ΑΡΓΓΑΝ Πώς, αχρεία; αν είμαι άρρωστος, λέει; αν είμαι άρρωστος, αδιάντροπη; Ναι, είστε πολύ άρρωστος, σύμφωνοι· και πειο άρρωστος μάλιστα από όσο νομίζετε. Τελείωσε το ζήτημα. Μα η κόρη σας πρόκειται να πάρη έναν άντρα για τον εαυτό της· και μια φορά που δεν είνε κι' αυτή άρρωστη, δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη να της δώσετε ένα γιατρό.

Τελείωσε! λέγει είς των γραμματέων· η εκλογή είνε δική μας. Εις το τρίτον είμεθα πρώτοι, εις το πέμπτον . . . . . Αλλά διακόπτει την ενθουσιώδη απαρίθμησιν είς των επί τούτω απεσταλμένων εις την διαλογήν ταχυδρόμων, εισερχόμενος μελαγχολικός, και ιστάμενος άφωνος παρά την θύραν. — Α! να ο Αλής! λέγει ο υποψήφιος. Από πού έρχεσαι; — Από το πρώτον. Μας έφαγαν οι άτιμοι!

Το έλεγα, τσιούπρα μ', αλλά το είδα τόσες φορές αυτό το σημάδι, που δεν μου κάν' η καρδιά να το πιστέψω πλειο. Κατά το κοντινό το γράμμα τ' ο πατέρας σ' λέει, ότι θα είναι εδώ πριν από τα Χριστούγεννα. Τα Χριστούγεννα ήρθαν κι' αυτός πούναι τος; Πάη τελείωσε κι' αυτή η μέρα. Πάη, ψυχή μ', κι' αυτή η διορία του πατρός σ' μαζύ με τες πολλές!