United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'παν, κ' εκατάπεισαν την ανδρική ψυχή μου. 475 και τότε αυτού καθόμασθεν, ολημέρα ως το δείλι μ' άφθονο κρέας, με κρασί γλυκό, φαγοποτώντας. και ο ήλιος άμ' εβύθισε κ' ήλθε κατόπι' η νύκτα, εις τα ισκιωμένα μέγαρα επλάγιασαν εκείνοι•της Κίρκης εγώ ανέβηκα την ζηλεμμένην κλίνη, 480 και της θεάς τα γόνατα αγκάλιασα ως ικέτης. μ' άκουεν εκείνη• κ' έλεγα με λόγια πτερωμένα• «ω Κίρκη, την υπόσχεσι, 'που επήρες, τέλειωσε μου• εις την πατρίδα στείλε με• το θέλ' ήδ' η ψυχή μου, τη θέλουν όλ' οι σύντροφοι, 'που την καρδιά μου τρώγουν, 485 τριγύρω μου οδυρόμενοι, την ώρα οπού συ λείπεις».

Όταν τελείωσε την ιστορία του ο Κώστας, όλοι γύρω του είχαν τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Ο προύχοντας, θέλοντας να διώξη τη Λύπη, που άνοιξε τα φτερά της ψηλά στο πανηγύρι της Χαράς, τη λύπη, που προξένησε η ιστορία του Κώστα, είπε στην Κώσταινα: — Κώσταινα! εγώ σου είπα πρώτος «τα σχαρήκιαάμα μπήκα στην αυλή σου. Δος μου, λοιπόν τα σχαρήκια μου τώρα! Δεν το κουνάω απέδω χωρίς σχαρήκια!...

Κατέω κεγώ; Γιαυτό είπα με το νου μου... Δεν τέλειωσε τη φράση. — Δε μου λες, Γιώργο μου, ενεζήτας με στη χώρα; Με θυμούσουνε; — Μερονυχτού. — Εκάτεχά το, γιατί, τσι περισσότερες βολές που σε 'δα στόνειρό μου, σε θώρου δακρυσμένο. Εσύ με νειρεύτηκες κιαμιά βολά; — Πολλές βολές. Το πρόσωπό της πήρε μια παράξενη έκφραση; — Και με 'δες στον ύπνο σου ποθαμένη; — Μια βολά.

Ύστερα σαν τέλειωσε το σκοπό στο μπουζούκι, τον πήρε με το στόμα. Άρχισε μ' ένα αμάν βαθύ, που πετιώνταν σαν ατμός από βρασμένο νερό έξω από τα χείλη του, μ' ένα αμάν πόσχιζε με θρήνο, με παράπονο τη νύχτα μακριά, ενώ με το μπουζούκι του κρατούσε κομπανιαμέντο.

Ο Βέρθερος άρχησε μιαν ασήμαντη ομιλία που τελείωσε σε λίγο, και ο Αλβέρτος το ίδιο. Έπειτα ερώτησε τη γυναίκα του για μερικές παραγγελίες που τις είχε δώσει και όταν άκουσε πως δεν έγειναν ακόμη, της είπε κάτι λέξεις, η όποιες φάνηκαν στον Βέρθερον πολύ ψυχρές, μα και πολύ σκληρές. Ήθελε να φύγη, αλλά δεν μπορούσε.

Ποίος μπορούσε αλήθεια να φαντασθή πως η γυναίκα του Ευμορφόπουλου θα είχε ένα τέτοιον επικήδειο ; Και η σκέψη εκείνη, πολύ θλιβερώτερη από το θάνατο του έφερε δυνατό λυγμό κ' έπεσε απάνω στο λείψανο·Αχ! μαννούλα μου!., μαννούλα μου!.. Εκείνη τη στιγμή τελείωσε κι ο Αριστόδημος το λόγο του.

ΙΩΝ Για πες μου, να το κάμης τί; τελείωσε το λόγο. ΠΥΘΙΑ Να σώσω το εύρημα αυτό έως την ώρα τούτη. ΙΩΝ Κ' έχει για με ωφέλεια, ή μήπως έχει βλάβη; ΠΥΘΙΑ Βρίσκοντ' εδώ τα σπάργανα που ήσουν τυλιγμένος. ΙΩΝ Σημάδια της μητέρας μου, μου φέρνεις να ζητήσω; ΠΥΘΙΑ Τώρα το θέλησε ο θεός• δεν τόθελε πειο πρώτα. ΙΩΝ Τι ευτυχισμένα όνειρα μου φέρνει η μέρα τούτη!

Ας το πω και τώρα, να με σώση· τι πειράζει; Όχι! δεν έχει δύναμη να με σώση, αφού δεν πιστέβω. Τέλειωσε! Θα πεθάνω. Πρέπει, πρέπει με κάθε τρόπο να πιστέψω. Ας ξανακάμω την προσεφκή μου. — Πάτερ ημών... Αχ! δε μ' ακούει! Δε θα μ' ακούση. Δε θέλει να μ' ακούση. Να όμως που κάτι νόημα έχουν κι αφτά τα παραμύθια.

Η δίκη ωστόσο δεν τέλειωσε ούτε σε πέντε χρόνια, όταν στο τέλος, ύστερ' από μια διαφωνία, βγήκε η απόφαση ευνοϊκή για τις Εταιρείες. Ο δικαστής στην περίσταση αυτή ήταν ο Λόρδος Abinger. Ο Egomet Bonmot αντιπροσωπευόταν από τον κ. Erle και τον Sir William Follet και ο εισαγγελεύς με τον Sir Frederick Pollock παρουσιάστηκαν από το άλλο μέρος.

ΚΛΕΟΝΤ Τίποτα! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άφησε με να σου μιλήσω. ΚΟΒΙΕΛ Είμαι κουφός. ΛΟΥΚΙΛΗ Κλεόντ! ΚΛΕΟΝΤ Όχι. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Κοβιέλ! ΚΟΒΙΕΛ Τίποτα! ΛΟΥΚΙΛΗ Στάσου. ΚΛΕΟΝΤ Παραμύθια! ΝΙΚΟΛΕΤΑ Άκουσέ με. ΚΟΒΙΕΛ Κολοκύθια! ΛΟΥΚΙΛΗ Μια στιγμή μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Καθόλου. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μα κάνε λίγη υπομονή. ΚΟΒΙΕΛ Ταραρά! ΛΟΥΚΙΛΗ Δυο λέξεις μόνο. ΚΛΕΟΝΤ Όχι, τέλειωσε πεια. ΝΙΚΟΛΕΤΑ Μια λέξι. ΚΟΒΙΕΛ Πάει πεια, πάει.