United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Με κατάθολα τα μάτια τόρα, έγυρε τα κουρασμένο το κεφάλι του· έσιαξε ξεροφριγμένα τα χείλη του, μες από το δίχτυ του φεγγίτη· τα κόλλησε πάνω στα φλογερά χειλαράκια της γυναίκας του. Έσμιξαν σε γλυκό, πεντάγλυκο, αχ! μα και πόσο στερεμένο φιλί! — Έχε γεια, Γιώργο μ'!... — Στο καλό, Λενιώ μου, στο καλό!..

Σκυθρωπός, ετοιμοδάκρυτος αφίνει τη θέσι του, κατεβαίνει τις σκάλες, βγαίνει από την αυλή, παίρνει το βαποράκι και φτάνει στα Θεραπειά. Από εκεί μ' έν' άλογο φτάνει στον Άγιο Γιώργο, παίρνει την ακρογιαλιά. Τα μάτια του ομπρίζουν· κλαίνε και κλαίνε αστείρευτα. Ο ήλιος ψηλά παιγνιδίζει ακόμη σε ζαφειρένιον ουρανό.

Όχι... όχι.. Αν έμαθα να διακρίνω τα χρώματα και τις φόρμες της καπότας εγώ που είμαι μια γνησία Ατθίς, τόφερε αυτό η κατάρα, ή καλλίτερα η πολιτική συναλλαγή, που πολύ καλά την χτυπούν τόρα αυτοί οι ανεξάρτητοι, που πέταξε εδώ πέρα τον άντρα μου. Αλήθεια για τον καημένο τον Γιώργο δε σούπα τίποτες ακόμη. Έχει καλά στην υγειά του, δόξα σοι ο Θεός.

Μου φερνότανε, όπως δε μου φέρθηκε ποτέ από την ημέρα, που βάλαμε το Σβεν ναναπαυτή. Είταν ακόμα αδύνατη και δεν μπορούσε να μιλά πολύ. Μπορούσε όμως νακούη ό,τι της έλεγα. Ήξερε πως ήρθε η άνοιξη και χαιρότανε για τανοιξιάτικα άνθη, που είτανε στο τραπέζι της. — Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε, Γιώργο, είπε. Τι ευτυχισμένοι που σταθήκαμε. Πρόφερε τα λόγια αυτά με τον τόνο του πιο μεγάλου πόνου.

Όι, δεν κάνει, δεν κάνει, ψιθύρισε. Έπειτα είπε: — Από σένα, Γιώργο μου, πούχεις ψυχή άδολη και καθαρή, θακούσ' η χάρη τση. — Εγώ πιστεύω, Βαγγελιό, και πρέπει νάχης και συ πίστη. Το Ευαγγέλιο λέει ότι κι ως ένα σπόρο του συναπιού πίστη αν έχωμε, μπορούμε να μετακινήσωμε βουνό. Κεγώ έχω πίστη όχι όσο ο σπόρος του συναπιού, αλλά σα βουνό.

Ο πόθος για κάτι νέο, κάτι ασυνήθιστο, κάτι που να έκοβε τη μονοτονία του καθημερινού, έσμιγε τη στιγμή αυτή με την ανάμνηση του περασμένου και μ' έναν τόνο, που δεν μπορούσε να του αντισταθή κανείς, φώναξε: — Θέλω να πάω εκεί· θέλω να πάω εκεί, Γιώργο. Μα την ίδια στιγμή ένοιωσα τον εαυτό μου να γυρίζη στην πραγματικότητα.

Μα γιατί να σου το έλεγα, πριν έρθη η ανάγκη να σου το πω; Ήθελα να ζήσω μαζί σου, Γιώργο, γιατί σ' αγαπούσα περσότερο από καθετίς άλλο σ' όλη τη ζωή. Τώρα δεν είμαι νέα. Γέρασα τόσο, όσο δε θα γεράσης εσύ ποτέ. Μόνο πως εσύ δεν το ήξερες, πως δε θέλησες να το δης ποτέ κι αφού σ' έβλεπα τόσο ευτυχισμένον, δεν ήθελα να σε ταράξω.

Το εννόησα αυτό ένα βράδι, που καθόμαστε σε μια βεράντα και κοιτάζαμε τα νορβηγικά φιόρδ και τα βραχόβουνα. Η Έλσα τα κοίταζε όλα πολλή ώρα, έπειτα έκλεισε τα μάτια εμπρός στην αγαπημένη της εικόνα και μου είπε: — Γιώργο, γιατί με φέρνεις να δω όλα αυτά; Έπειτα άρχισε να κλαίη σιγά, μα προσπάθησε πάλι να κρατήση τα δάκρυα και γύρισε και με κοίταξε.

Πόσο κάθησα έτσι εκεί, δεν το θυμούμαι, θυμούμαι μόνο πως νύχτωσε και πως τρόμαξα όταν ένοιωσα πως η γυναίκα μου είτανε γονατιστή μπροστά μου κι ακκουμπούσε το κεφάλι της στα χέρι μου. Είχε ρθει τόσο σιγά, ώστε δεν την άκουσα κ' η φωνή της είχε τόσο ήσυχο τόνο, όταν είπε: — θέλω να ζήσω για σένα, Γιώργο, για το Σβεν και τα μεγάλα αγόρια μας.

Έπειτα άπλωσε το χέρι της στα μαλιά μου κιη χειρονομία κείνη ήτο μάλλον ευλογία παρά θωπεία. Σήκωσα τα μάτια μου και την είδα. Μου φάνηκε ψηλότερη και τώρα το φως της ήλιου κύκλωνε το πρόσωπο της με φωτοστέφανο αγίας. — Άιντε να πιαίνης, Γιώργο, μούπε, κιο Θεός νάνε μαζή σου. Και μια ψυχή που σαγαπά θα σου παραστέκεται όπου κι αν πας, όπου κια βρίσκεσαι.