United States or Macao ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ξέρεις γιατί ήθελα να χωριστώ από σένα; Ναι, γιατί το γνώριζα καλά πως θα γινότανε μια μέρα και γι' αυτό ήθελα να γίνη καλήτερα όσο είσουνα νέος και δυνατός και μπορούσες να με ξεχάσης σε λίγο και να γίνης ευτυχισμένος με μιαν άλλη. Σώπασε μια στιγμή και τα μάτια της γεμίσανε δάκρυα. Έπειτα ξακολούθησε κ' η φωνή της είτανε ξανανιωμένη. — Ύστερα ήρθε ο μικρός Σβεν, Γιώργο, κι αλλάξαν όλα.

Κι αν σε πιάσουν αύριο, Γιώργο μου... μου πιάνεται η καρδιά μου... γύρευε πότε θα σε δω... Εκείνος τη φιλούσε. Ύστερα σε λίγο η φωνή της ακούστηκε πάλι: — Δε φεύγεις τόρα... πώς φοβάμαι, είν' ώρα, μη σε πάρουν χαμπάρι.... — Σα να πούμε με διώχνεις; Κι εγώ πόχω μήνα να σε δω μ' αυτά τα κρυφτούλια... Κι άρχισε να την ξαναφιλή. Κρατούσα την αναπνοή μου να μη με καταλάβουν πως τους παραμόνευα.

Ήρθες κ' έπιασες το χέρι μου και κάθησες κοντά μου και δεν αιστάνθηκα πως είμαι ευτυχισμένη όπως άλλοτε. Γιατί ήξερα πως καθημερινά στοχαζόμουνα πως μπορούσα να πεθάνω και να χωριστώ από σένα. Ήθελα να το κάμω μόνη μου, Γιώργο.

Θυμάσαι πως σου το είπα τότε; Πίστευα τότε πως μου τον έστειλε ο θεός για να με κρατήση στη ζωή κ' έτσι να μπορέσω να σε κάμω ευτυχισμένο καθώς το πιθυμούσα και παρακαλούσα κάθε βράδι το θεό γι' αυτό. Πίστευα σταθερά πως ο θεός με άκουσε και μιλούσα γι' αυτό με το μικρό Σβεν όταν είμαστε μόνοι και δεν μπορούσε νακούση κανείς τα λόγια μας. Μα τώρα, Γιώργο, τώρα αυτός μ' αφίνει.

Αφού ησύχασε μου λέγει: — Ήκουσες, Γιώργο μου, είντα σούπα; Να κάμης κατά πως σ' αρμηνεύγει η μάνα σου. Αυτή κατέει καλλίτερα το καλό σου και θέλει το καλό σου περισσότερο από κάθε άλλο. — Κιαπό τουλόγου σου; — Κιαπό μένα, είπε αποφασιστικά το Βαγγελιό. Δε σούπα πως η δική μου αγάπη δε μπορεί νάνε για καλό σου; — Και μου λες να μη σ' αγαπώ μπλειο;

Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! . . Μπράβο, ωρέ Γιώργο! . . Άιντε τώρα. — Τι θέλεις να σε κάμω, ωρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ο Αλήπασσας. 'Σ το Κομπότι, 'σ τον πόλεμο που έκαμετα 1821, 8 Ιουνίου, που νίκησε τους Τούρκους και τους πήρετο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα κ' έβριζε τους Τούρκους δυνατά.

Φαινότανε σα να είχε μαζευτεί στην παλιά θέση, σα να το είχε κάμει η φτώχεια κ' η ανάγκη να μικρύνη τόσο. Σταθήκαμε μια στιγμή σιωπηλοί, σα να χρειαζόμαστε να πάρουμε την αναπνοή μας. — Γιώργο, είπε η Έλσα, τι είναι τούτο; Μου έφτασε να δείξω μόνο τις παλιές βελανιδιές, που είταν ολόγυρα. Τα κλαδιά τους είχανε μαύρα σημάδια κ' η φλούδα τους είτανε καψαλισμένη.

Τέλος διά τινων στενωπών ακόμη έφθασαν εις την οικίαν του γαμβρού της. — Γιωργό; λέγει αίφνης η Μιλάχρω τρέμουσα. Γλέπ'ς φέξο; — Δε γλέπω! απήντησεν ο Μπάρμπα Δήμαρχος. Σκότος βαθύ τωόντι εβασίλευεν εις όλα τα παράθυρα της οικίας του Στεφανάκη. — Κοιμούνται τάχα! Εψιθύρισε μετά δειλίας η Μιλάχρω. Ανέβησαν την κλίμακα. Φως ουδέν.

Πόσο ξαναείμαι τώρα ευτυχισμένη, Γιώργο, είπε όταν γυρίζαμε πάλι σπίτι. Και πρέπει να γίνης και συ. Έπειτα την ανέβασα στη σκάλα. Πριν όμως μπη στην κάμαρά της θέλησε να δη την κάμαρα των παιδιών. Στάθηκε κάμποση ώρα μαζί μου και κοίταζε κει μέσα όλα, σα να είχανε ξανανιωθεί στο διάστημα που είταν άρρωστη. — Κι αυτά θα υποφέρανε, είπε. Δεν είμουν άξια για τίποτε. Μα τώρα θα πάη καλήτερα.

Ό,τι ήθελα να σου πω δε σου το είπα και θυμούμαι πως απορούσα γιατί δε με ρώτησες και συ έπειτα, κι ας σε παρακάλεσα να μην το κάμης. Πολλές φορές το ήθελα να με ρωτούσες. Συχνότερα όμως είμουνα ευχαριστημένη που δε με ρωτούσες. Τι έχω υποφέρει εκείνη την εποχή, Γιώργο! Να μπορούσες να το υποψιαστής τι υπόφερα!