United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και η άλλη; Τη θυμάσαι; Γύρω από ένα τραπέζι ξεφαντώματος, άντρες και γυναίκες, αποκαμωμένοι από το κρασί και τα φιλιά, χλωμοί σαν πεθαμένοι, με τα μάτια βαθουλωτά, κοίτονταν σαν πτώματα, άλλοι πεσμένοι κατάμουτρα απάνω στα μαραμένα λουλούδια, άλλοι ξαπλωμένοι πίστομα στο χώμα, άλλοι κουλουριασμένοι, σαν να τους τάραξε μια κακιά αρρώστεια.

Θα γείνουν την πεντηκοστήν είκοσι πέντε χρόνια που είχεν ο Λουκέντιος τους γάμους του· και τότε κ' οι δυο μας εχορεύσαμεν. Θυμάσαι; ΓΕΡΩΝ ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Έχεις λάθος. Θα είναι περισσότερον, αφού τριάντα χρόνων είναι ο υιός του σήμερον. ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ Τι κάθεσαι και λέγεις! Ήτον ανήλικος αυτός τώρα και δύο χρόνοι.

Δε θέλω όμως να μου λες πως τον αγαπώ και πως το κατάλαβα τώρα που το γράφει εκείνος. Θυμάσαι που μόλις τον έβλεπα· δε μου μίλησε στη ζωή του· έφεβγε, τραβιούνταν και μήτε συλλογίζουμουν πως μπορούσε να μ' αγαπήση... Όχι! Πάλμο, δε θέλω και δεν πρέπει. Είναι δική σου η Μοιρίτα.

Τον καϋμένο! πώς αγαπούσε την Ελλάδα θυμάσαι, τι έλεγε πάντα; Μη λησμονής ότι είσαι Έλλην και έχεις την υποχρέωσιν να ήσαι ωραίος.

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους· τότ' ο αργοφόνος έφθασεν, ο μηνυτής Ερμείας, με των μνηστήρων ταις ψυχαίς, 'που φόνευσ' ο Οδυσσέας. 100 κ' οι δύο κείνοι εθαύμασαν και προς αυτούς κινήσαν· του Αγαμέμνονα η ψυχή τον ένδοξον, άμ' είδε, εγνώρισε Αμφιμέδοντα, του Μελανέα γόνον, 'που, της Ιθάκης κάτοικος, δεχθή τον είχε ξένον· εκείνον επροσφώνησε τότε η ψυχή του Ατρείδη· 105 «Τί πάθημ', Αμφιμέδοντα, σας έρριξετον Άδη; όλοι εκλεκτοί και ομήλικες! οπούτην πόλιν άλλο δεν θαύρισκες, αν διάλεγες, όμοιο λογάρι ανδρείων. μη μες τα πλοία σύντριψεν εσάς ο Ποσειδώνας με κύματα, οπού σήκωσε μακρά και ανεμοζάλη, 110 ή εχθροίτην γη σας χάλασαν, ενώ βώδια και αρνία εσείς αρπάζετε απ' αυτούς, ή ενώ κείνοι την πόλι και ταις γυναίκαις από σας να σώσουν πολεμούσαν; 'ς το ερώτημά μου απάντησε, και ξένος σου καυχώμαι. και δεν θυμάσαι σπίτι σου πώς ήλθα με τον θείον 115 Μενέλαο, να πείσουμεν εμείς τον Οδυσσέα, να 'λθη με τα κολόστρωτα καράβιατην Τρωάδα; κ' εις ένα μήνα σχίσαμε τα πέλαγ', αφού μόλις του Οδυσσέα πορθητή μαλάξαμε την γνώμη».

Ας αφήσουν τον Κόντο κι ας κοιτάξουν τη ζωή. Δε με βλέπεις εμένα; Εσύ, φίλε μου, ξέρεις τι είδα και τι έπαθα. Κι ωςτόσο τίποτις δε λυπούμαι. Οι ώρες εκείνες είταν οι μόνες ώρες της ζωής μου. Μήπως δεν είμουν και γω μια φορά σαν και σένα; Με γνώρισες παιδί και με θυμάσαι.

Άγιος είνε, καημένη, και κολαζόμαστε τη βραδινή που μιλούσε της Αρετούλας. Θυμάσαι; Περμ. Και δε θυμάμαι; Και δεν το συλλογίστηκα χίλιες φορές, να μην τους καταράστηκε τότες, σαν άγιος που είνε; Πιπ. Από πού κι ως πού να καταραστή, αθεόφοβη, που είταν ο πρώτος να πάη στης κερά Δέσπως σα συχωρέθηκε ο Σαράντης!

1 του Σταβρού, 1901. Φίλτατε Δροσίνη, Θυμάσαι τους μικροπολίτες; Δεν ξέρεις τι μπελά που μου δίνουν! Οι φίλοι μου γυρέβουνε να τους πω τι νόημα έχει το παραμύθι· τους αποκρίνουμαι πως προσπάθησα να τους το ξηγήσω όσο μπόρεσα πιο παστρικά στο τέλος του παραμυθιού. Όχι! λένε, δεν τους φτάνει. Ο καθένας το παίρνει διαφορετικά.

Θυμάσαι το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα στο καλυβάκι του γέρου; — Τον πλάτανο λες; — Ναι· τον πλάτανο, που δεν έφταναν να τον αγκαλιάσουν οχτώ ανθρώποι. Θέλησε να τον ξερριζώση κι εκείνον.

Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του 'πε• 30 «Μωρός δεν ήσουν άλλοτε, Βοηθοίδη Ετεωνέα• τώρα ως μωρόπαιδ' ομιλείς• και δεν θυμάσαι οι δυο μας απ' άλλους πόσα εφάγαμε δώρα φιλοξενίας, ως 'που να γύρουμεν εδώ και ο Δίας να μας δώση τέλος εις τα παθήματα; αλλά τ' άλογα λύσε 35 των ξένων, και άμα μπάσε τους εδώ να γευματίσουν».