Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Μαΐου 2025
Οι άλλοι αφτό θαν το χαρούν, μα εσύ με πίκρα πάντα θαν το θυμάσαι. Έτσι ανοιχτά τα μάτια και φυλάξου! Μα μιας το σύνορο άβλαβα και το περάσεις δίπλα, πάει πια, πού να σου βγουν ομπρός! Ας κυνηγάν, δεν πιάνουν.» 345 Έτσι είπε ο γέρος, και ξανά στη θέση του καθίζει 349 αφού της κάθε το κλειδί τού ξήγησε επιστήμης. 350 Πέμτος γοργά άλογα έζεψε να παραβγεί ο Μηριόνης.
— Ανάθεμα την καλωσύνη... Μια γενιά καλωσύνες, μια γενιά με το δρόμο του Θεού, μια γενιά με το Ευαγγέλιο, με το χαμόγελο, με το γλυκό το λόγο. Τι απολάψαμε; Μας ξέχασε κι' ο Θεός με την καλωσύνη. Θυμάσαι τον παππού μου. Πού να τονέ θυμάσαι; Τονέ θυμάται ο κόσμος. Τι βγαίνει; Ο Άγιος Γιάννης. Έτσι τονέ λέγανε. Σκόρπισε το βιος του σε δικούς και ξένους.
Είχα το συναίστημα πως θα γινότανε κάτι και θα με ανάγκαζε να το κάμω. Θυμάσαι το χειμώνα, που η αναμεταξύ μας σχέση είχε καταντήσει τόσο δύσκολη και τόσο θλιβερή! Δοκίμασα τότε να σου γράψω τι αιστανόμουνα μέσα μου, γιατί δεν μπορούσα να μιλήσω. Μα δεν μπορούσα να σου γράψω.
ΑΜΛΕΤΟΣ Ως προς τούτο αρκετά· τώρ' ας ιδούμε τ' άλλο· την περίστασιν όλην, Κύριε, την θυμάσαι; ΟΡΑΤΙΟΣ Αν την θυμούμαι, Κύριέ μου!
Εκρύωνα, εστενοχωρούμην, η βροχή εξηκολούθει να κροταλίζη επί των σανίδων της στέγης, και το έξω βαθύ σκότος διέκοπτεν εκ διαλειμμάτων η ωχρότης αστραπής, φωτίζουσα λίμνας βορβόρου, σειράς σταυρών και κορυφάς κυπαρίσσων. Και του καιρού όμως και του τόπου πενθιμώτερα ήσαν όσα ήρχισεν ο σύντροφός μου να με διηγήται. — Θυμάσαι, με είπε, πόσο ώμορφη ήτανε η γυναίκα μου;
Το χέρι της με σέβας εκεί της πιάνει, και της λέει διο αγαπημένα λόγια. «Τί, Θέτη ακριβοθώρητη, σε φέρνει στο πυργί μας, θεά μου σεβαστή; Τι δα συχνά δε μας θυμάσαι. 425 Μίλα τι ορίζεις· θα γενεί — σ' το τάζω — ότι διατάξεις, αν είναι μπορετή η δουλιά κι' αν μου περνά απ' το χέρι.»
— Κι είχαμε, κάμει κι ένα τάξιμο πέρυσι το Δωδεκάμερο, αλήθειά, παπαδιά; είπεν αίφνης, στραφείς προς την συμβίαν του ο ιερεύς. Η παπαδιά τον εκοίταξεν ως να μην ενόει. — Οπού ήταν άρρωστος αυτός ο Λαμπράκης, επανέλαβεν ο ιερεύς, δεικνύων τον δωδεκαετή υιόν του. Θυμάσαι το τάμα που κάμαμε; Η παπαδιά εσιώπα.
Πώς μου τα είπες; Τάκαμα όλα σαλάτα μέσα 'ς το κεφάλι μου, όπως κι' επάνω 'ς το τραπέζι μου. Εδώ έγεινε, βλέπεις, σωστό εμπορικό. — Δεν μου είπες πως τα θυμάσαι ψες, που σου τα είπα πέντε φοραίς; Όλως διόλου αδέξιος, καϋμένε Σπύρο; Γι' αυτό τα πρόκοψες 'ς το εμπορικάκι. — Μα ένα σωρό πράγματα! Ανακατώθηκαν 'ς το κεφάλι μου όπως και 'ς το τραπέζι μου.
Θυμάσαι τότε τι χαρά!. .. αντί μαχών και κρότων το &Ησαΐα χόρευε&, κουφέτα και ραχάτι, αντί θουρίων φλογερών τραγούδια των ερώτων, κι' αντί φαράγγων και κρημνών ζεστό ζεστό κρεββάτι. Ω σύννεφα ροδόχρυσα παρθενικής ειρήνης! ω πούπουλα κι' αρώματα της μαλακής μου κλίνης! Θυμάσαι τα παιχνίδια μας και της καρδιάς τους κτύπους!
Κάποιος τα έκλεψεν από μοναστήρι μαζύ με άγια δισκοπότηρα και σταυρούς και ήλθεν εδώ και τα επούλησε. Πάρε την, κουζούμ! Να με θυμάσαι! Άκουσέ με! Και μη την βγάλης από πάνω σου! Αληθώς η χρυσή εκείνη άλυσις εφαίνετο ότι τω όντι ήτο πολύ αρχαία, βυζαντινόν κατασκεύασμα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν