Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
— Τίποτα για σας, τίποτα· είπε ο Δημητράκης ησυχάζοντάς τον. Το κακό είνε για μας· για μας και το έχει μας. Θυμάσαι τον Πέτρο το θεομίσητο; — Τον ψυχογιό μας; είπε με περιφρονητικό μορφασμό ο Αριστόδημος. — Όχι τον ψυχογιό μας· τον ψυχογιό του πατέρα μας να λες. — Το ίδιο κάνει. — Με συμπαθάς· έχει μεγάλη διαφορά· τον έλεγαν τότε Πέτρο του Μορφόπουλου και το καμάρωνε. Μα τώρα δε θέλει να μας ξέρη.
Του λόγου σου που είσαι νεοφερμένος και δεν ξέρεις τον τόπο μας, να τα μάθης να τα θυμάσαι. Πάει ο τόπος μας, χάθηκε! Δεν τον γνώρισες στα καλά τα χρόνια. Η θάλασσα δε μας δίνει πια ψωμί. Κρεμαστήκαμε, βλέπεις, από τα γένεια του Γερο-Τρακοσάρη. Να μας δώση ο Γερο-Τρακοσάρης να φάμε... Αυτού καταντήσαμε...
Αφτά δεν τα θυμάσαι, 160 Μον τ' αψηφάς! Και τώρα δα με φοβερίζεις κιόλας να πάρεις με το χέρι σου την κόρη, που για κείνη αίμα έφτυσα και που ο στρατός μούχει χαρίσει εμένα.
Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.
Ναί, εμένα η έρμα η Μοίρα μου με σκότωσε κι' ο Φοίβος κι' από θνητούς ο Έφορβος· ύστερα εσύ ήρθες, τρίτος. 850 Μα άκου, ένα λόγο θα σου πω και να μου τον θυμάσαι. Καιρό κι' εσύ δε θα χαρείς — και ξέρε το — τι σ' έχει από κοντά πια η Μοίρα σου κι' ο θνητοφάγος Χάρος, π' από το χέρι είναι να πας του ξακουστού Αχιλέα.»
Τρέμουν τα πόδια σου.» «Πρέπει να πηγαίνω.» «Έφις, άκουσέ με. Μην σου κακοφαίνεται για ό, τι σου είπα. Έτσι είναι, δεν μπορώ, πίστεψέ με. Ξέρω ότι αυτό σε δυσαρεστεί, αλλά δεν μπορώ. Μην πεις τίποτε στην Έστερ και πήγαινε, αφού θέλεις να φύγεις. Εάν όμως νοιώσεις άσχημα, γύρισε. Να θυμάσαι ότι αυτό είναι το σπίτι σου.» Έριξε το δισάκι επάνω στους ώμους του και βγήκε.
Το φλογισμένο βραδυνό σύννεφο βυθίζεται στη βάρυπνη ψυχή μου κι' η ψυχή μου ροδίζει όπως οι βάλτοι των χωραφιών. Ευχαριστώ το Δημιουργό! Του Μπετόβεν η Εννάτη μας πήρε και ταξειδέψαμε, αγαπημένη, θείο ταξείδι. Ατάραχη και βέβαιη για το δρόμο της, η Εννάτη, μας πήγαινε στο άστρο των Ιδεών. Ω! μην το πης ποτέ τι είδες. Να το θυμάσαι μόνον σαν είσαι ωραία, μόνο σαν είσαι πολύ δυστυχισμένη.
Πες μου πως δεν το στοχάστηκες αυτό το κακό! Πες μου πως το θυμάσαι το ταξιμό σου, πως απ' όλο σου το χώμα βαρύτερα σε πλακώνει αυτό το τάξιμο! Η Αρετούλα μας, Κωσταντή μου, η Αρετούλα! Να την που ήρθε η πίκρα, να τον που ήρθ' ο Χάρος!
Είναι αλήθεια, πως είτανε καλός μαθητής, γι' αυτό κ' εγώ θυμάσαι, άμα τέλειωσε το γυμνάσιο, του είπα να ξακολουθήση μια επιστήμη, όποια έχει κλίση, — δεν τονέ στενοχώρησα γι' αυτό... Είχε ανάγκη η οικογένειά μας, τόνομά μας ναποχτήση ένα γραμματισμένο, ένα σπουδασμένο, ένα επιστήμονα, για πολλούς λόγους.
Τότες τ' απάντησε η θεά, η μαρμαρόλαιμη Ήρα «Ύπνε, τι τα θυμάσαι αφτά και τι τα βάζει ο νους σου Μα τι, τους Τρώες έτσι λες θα διαφεντέψει ο Δίας 265 σαν όπως για τον Ηρακλή σού θύμωσε το γιο του; Μον έλα πήγαινε, κι' εγώ μια απ' τις πιο νιές τις Χάρες σου δίνω ναν την παντρεφτείς και τέρι ναν την κάνεις, την Πασιθιά π' ορέγεσαι νύχτα και μέρα πάντα.»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν