United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η ώμορφη βασιλοπούλα, πουτο παραθύρι απάνου Με καρδιόχτυπο ακαρτέρει να δεχθή το ταίρι της, Βλέποντας τον τσακωμό τους τρέχει να τα ξεχωρίση, Όμωςαίματα πνιγμένα ταύρε η αγλύκαντη τα δυο. Κάποτ' ύστερα μια μέρα βούλιαξε το έρμο Κάστρο Κι' ούτε η κόρη εξαναφάνη.

Περιπλεγμένος εις αυτούς τους στοχασμούς, έφθασα εις τα χείλη του ποταμού Νείλου, προς το τελευταίον μέρος του βασιλικού παλατίου, και εκεί που επεριδιάβαζα, βλέπω μιαν ευγενικήν γυναίκα κατά πολλά νέαν και ωραίαν εις ένα παραθύρι του παλατίου, της οποίας η ωραιότης με έκαμε να μείνω ωσάν νεκρός.

» Έβγα, Κυρά πεντάμορφη, και Κορασιά του Πύργου! » Έβγα στο παραθύρι σου το σιδηροφραγμένο, » Για να με ιδής πως έρχομαι γυναίκα να σε πάρω, » Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι

Καλά, να με συμπαθάς, Μανιά, είπεν εν συναισθήσει ο Αγάλλος. Είτα μετά μίαν στιγμήν, ευθύμως την ηρώτησε: — Είσαι γειτόνισσα εδώ κοντά; — Είμαι, παιδάκι μ'. Το σπιτάκι εκείνο, που βλέπεις δίπλα, είνε το δικό μου. Παραθύρι με παραθύρι σμίζουμε. Άνδρας μπορεί να πηδήση το χάσμα ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Βεβαίως τυχαίως τα έλεγεν αυτά η Μανιά.

Ζωγράφιζε τα νταβάνια και ζωγραφίζοντας στην ψηλή τη σκαλωσιά σφύριζε και τραγουδούσε τους καϋμούς της αγάπης. Και τραγουδώντας πήρε την καρδιά της Αννίτσας. Η Αννίτσα πάλι κεντούσε κάθε δειλινό στο παραθύρι και, κεντώντας και βελονιάζοντας, πήρε την καρδιά του Αλέκου με τα χαμηλωμένα μάτια της. Αποβραδύς λούστηκε και χτενίστηκε.

Σα νάκουσα την πόρτα να τρίζη. Εγώ ξέρω η πόρτα πού είναι. Αχ! ας φαίνουνταν αφτή η πόρτα από το παραθύρι, και τους τσάκωνα αμέσως. Γιατί, γιατί να στρίβη ο δρόμος, γιατί να μην τη βλέπω από κει που κάθουμαι και καρτερώ, την πόρτα την καταραμένη! Και τι πειράζει που δεν τη βλέπω; Η Λέλα πού είναι; Στο περιβόλι; Και βέβαια! Ορμώ στην κάμερή της. Δεν είναι. Κατεβαίνω.

Επανεκάθησε στο παραθύρι για να σε καμαρώση: — Αρί, από πού θα ξαγναντίση το παιδάκι μου;! . . Από το παραθύρι της σαλίτσας εφαίνετο μια γωνίτσα του λιμανιού. Εκύτταζε και έλεγε, εις τα χαμένα, έτσι. — Στο καλό, παιδί μου! στο καλό! Δεξιά και αριστερά! . . . Αλλά προς το βράδυ ο καιρός εχάλασε. Χειμώνας, βλέπεις. Επήρεν ένας κρύος μαΐστρος! Χιονιά δυνατή!

Άφοβα να μεθάτε με τα ρήματά τους ο Χριστός ορίζει, γιατί στον αμπελώνα τον καλόν η πράξεις των ωρίμασαν. Ε σεις που είσαστε στα σανίδια κει ανεβασμένοι, τραβάτε την αυλαία και ο κόσμος κάτω περιμένει. Φυλακή με της συνηθισμένες ρωμαϊκές στοές από χονδρά τούβλα. Από το δεξί μέρος και αψηλά κοντό και στενά άνοιγμα στον τοίχο, χρησιμεύοντας για παραθύρι. Άχυρα σε μια γωνιά κι' ένα κανάτι.

Τότε αυτός και ο αδελφός του αγνώριστοι διά νυκτός εμβήκαν εις την πολιτείαν, και ευθύς που έφθασαν εις το ρηθέν παλάτιον και επρόβαλαν εις το παραθύρι, από το οποίον είχεν ιδεί πρωτύτερα ο βασιλεύς της Ταταρίας τα πάντα, ιδού βλέπουν να ανοίγει η κρυφή θύρα του παλατίου του προς το περιβόλιον και να βγαίνουν όλες εκείνες οι γυναίκες μαζί με την βασίλισσαν και τους αράπηδες, που είχεν ιδεί και ο Σχαζηνάν πρότερον, καθώς του διηγήθη.

Καθώς έχει δυο μονάχα ανοιχτά μέρη και χίλιες τρύπες ο μαχαλάς αυτός, μόλις πατήση χωροφύλακας, ο ένας με τον άλλον παίρνει χαμπάρι κι από πόρτα σε πόρτα, από παραθύρι σε παραθύρι, από κήπο σε κήπο, από καλαμιές σε καλαμιές φεύγουν τρυπόνουν αναφαντόνονται οι νταλματζήδες κ' οι λαθρέμποροι.