Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Ο Πέτρος Βάγιας πέθανε τα ξημερώματα, μέσα στο μικρό του μαγαζάκι, πριν προφθάση να ξαναϊδή τον Ήλιο και την Αγάπη του. Μα ούτε ο Ήλιος, ούτε η Αγάπη του πολυσκοτίστηκαν για το θάνατό του. Ο Ήλιος πρόβαλε πρόσχαρος στο βουνό κ' η αγάπη του στο παραθύρι Μονάχα ένας γαλατάς, μ' ένα τουλούμι φορτωμένο σ' ένα γάιδαρο, έρριξε μια ματιά μέσα και τράβηξε βιαστικά το δρόμο του.

Και η άχνα όσο θολώνει τον κάμπο πιο πολύ, σιγά απαλά μου απλώνει και μέσα στην ψυχή, κι ό τι έχω ξεχασμένο στα βάθη του καιρού μου το ξυπνά θλιμμένο και ζωντανό στο νου. Κι ως να είν' το παραθύρι προς τη ζωή ανοιχτό, έχει η ψυχή μου γείρει και κλαίει κάθε σβηστό· κάθε καλό χαμένο, κάθε παλιά χαρά και κάθε μου πνιγμένο στης λήθης τα νερά.

Ας είνε το λοιπόν, απεκρίθη εκείνη, επειδή και είσαι τόσον σταθερός, ύπαγε να περάσης το επίλοιπον μέρος της ημέρας εις άλλον τόπον, και προς το βράδυ ξαναγύρισε εδώ γιατί έχω να σου μιλήσω. Έτσι λέγοντας ετραβήχθη από το παραθύρι, και με άφησε γεμάτον από χαράν, αγάπην και ελπίδα.

Το Κικίδι σφαλησμένο Σε μικρό κλουβί πλεμμένο Όξω από το παραθύρι Του σπιτιού ενού νικοκύρη, Ελαλούσε πάσα βράδυ Ότι αρχίναε το σκοτάδι· Και μια κάπια Νυκτερίδα Με περιέργειας φροντίδα, Τούτο αφού παρατηράει Το ζυγόνει, το ρωτάει, Για να βγη οχ την απορία, Από πια αφορμή κι' αιτία, Την ημέρα να σιγάη Και τη νύχτα να λαλάη.

Κι' αληθινά, σε τρεις μέραις, ήρθε το καράβι. Το θυμάσαι, μήνες είνε από τότε. Η Αρχόντω, μετά μικράν σκέψιν είπε: — Πας να την φωνάξης; — Ποια, την Χ., του καπετάν Λυμπέρη; Τέτοιαν ώρα, έρχεται; — Τι ώρα είνε; Η κόττες τώρα κάτιασαν. — Πώς να πάω, μάνα; φοβάμαι. -Βγαίνω στο παραθύρι και σ' αγναντεύω· σε φυλάω με το μάτι· τρεις πόρτες παραπέρα είνε. — Ας πάω.

« Σ' είδε ο Αλή-Πασσάς » Και σκανδαλιέται. » Και μεςτα σπλάχνα του » Έρωτας κλειέται.» « Σ' είδε και τ' άτι του · «'Στά 'πισθινά του » Σηκώθκε, άγριψαν » Τα όμματά του.» « 'Στό παραθύρι σου » Έβγα, Φροσύνη. » Φεύγει ο Μουχτάρης σου, » Και 'γειά σ' αφίνει.» « Άκουσε! Άκουσε! . . » Πώς τραγουδάει! . . » Με το τραγούδι του » Σε χαιρετάει

Η πρώτη πιτυχιά έκαμε ν' απλωθή τ' όνειρό του πλατύ σαν θάλασσα. Ήταν περήφανος και αψής και ακράτητος. Είχε την πεποίθηση πως από κείνον άρχιζε νέα ζωή στη γενιά του. Ζωή γεμάτη από τιμές και δόξες. Πολλές φορές σαν καθότανε στο παραθύρι κι αντίκρυζε την πατρική κληρονομιά, έπεφτε σε δράματα. Φανταζότανε όλη εκείνη τη γη αποδοσμένη πάλε στο αίμα του.

Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο; Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα.

Διές εδωπέρα στο σπιτάκι που νοίκιασα κοντά κοντά στο Παρίσι, διές τι ήσυχος που είμαι. Το παραθύρι μου είναι ανοιχτό και κοιτάζω πού και πού το περιβόλι, γιατί έχω και περιβόλι. Ταγέρι το χαδεφτικό που φυσά μέσα στα λουλούδια και που παίζει μαζί με τα φύλλα, είναι η μόνη μου χαρά. Τι γλυκειά που είναι η μυρωδιά του! Εδώ που κάθουμαι είναι ίσκιος και μια ολόδροση ζέστη γέμισε την κάμερή μου.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν