United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα. Μες το πρώτο σκαλοπάτι απαντάει το γιο του ανεβασμένον.

Τέτοιες απάνω-κάτω είταν οι σκέψες του κάθε Μικροχωρίτη, άμα είδαν εκείνον τον ξένο, και δεν έβλεπαν την ώρα πότε να σκολάση ο παπάς τη λειτουργιά και να τον ρωτήσουν ποιος είναι, πούθε έρχεται και πού πάει. Τέλος σ' ένα κομμάτι ώρας σκόλασε η λειτουργία, κι' ο προύχοντας του Μικρού Χωριού, κατά το συνήθειο, προσκάλεσε τον ξένο στο σπίτι του με την ιδέα να μάθη εκεί ποιος είναι και δεν είναι.

Κι' οι συφωνίες μας λοιπόν τι θα γενούν κι' οι όρκοι 339 κι' οι άδολες δεξές σταλιές που παίρναμε όλοι θάρρος; 341 Φωτιά να κάψει τις βουλές και σκέψες των ανθρώπων! 340 γιατί άκαρπα μαλώνουμε με λόγια, και μια λύση να βρούμε δε μπορέσαμε τόσον καιρό εδωπέρα.

Η Ελπίδα με το κεφάλι σκυμμένο στη νεκρή φαινότανε βυθισμένη στους κόσμους τους δικούς της· ούτε πρόσεχε ούτε άκουε το λόγο. Ο Δημητράκης όμως είχε άλλες σκέψες. Από την ώρα που είδε στο κατώφλι τον Αριστόδημο εμάντεψε το σκοπό του· ο θυμός του άναψε. Δεν έφτανε που την πέθανε με τις αμυαλιές του· ήρθε και να την ρεζιλέψη!

Δε μαφήκαν οι θλιβεροί λογισμοί, που στρηφογύριζαν στο κεφάλι μου, όπως το σώμα μου γύριζε στην αγωνία της αϋπνίας. Κιαπό τις σκέψες που δε μάφηναν να κοιμηθώ η ποιο επίμονη ήτο ότι, αντί ν' αποφεύγω το Βαγγελιό για να μην πάρω την αρρώστεια της, έπρεπε αντιθέτως να την επιδιώκω, για ναποθάνωμε μαζή.

Γιατί ήρθε μια φορά κι' εδώ ο θεϊκός Δυσσέας, 205 σταλμένος με το βασιλιά Μενέλα απ' αφορμή σου. Κι' έγινα εγώ προστάτης τους, τους φίλεψα στο σπίτι, κι' είδα τη γνώμη και των διο και τις βαθιές τους σκέψες. Τότες σαν πήγαν κι' έσμιξαν τη συντυχιά των Τρώων, όρθιοι, τους ώμους πιο αψηλά τους κράταε ο Μενέλας· 210 κάθουνταν, και πιο αρχοντικός φαινότανε ο Δυσσέας.

Μα το πλατύ του μέτωπο το δέρνουν από μέσα χίλιοι μύριοι στοχασμοί· Μαύρες σκέψες φωλιάζουν στο κρανίο του, σαν καρακάξες στην κουφάλα του ξέρακα. Έχει και τούτος μεγάλη εντολή στον κόσμο. Ίσος είνε στην τύχη με τον Αριστόδημο, αν και δεν είνε στη θέση του. Εκείνος θέλει να πάρη το πατρικό του· τούτος να κρατήση το πατρικοδοσμένο. Μα λίγο λίγο φεύγει από τα χέρια του.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Η δημοτική γλώσσα είναι μιαν αρρώστιαχρυσή και αξιαγάπητη αρρώστια που δεν έρχεται μονάχη, παρά φέρνει μαζί της χίλια μύρια καλά, σέρνει σωρούς κι αρμαθιές τις ιδέες, τις αντίληψες, τα φώτα, τις σκέψες, τα αισθήματα, ― καινούρια, δροσερά, ανοιξιάτικα, και τι όμορφα!

Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο; Ακούεται κ' η φωνή της μάνας, οπώδενε τ' άλογο στον ταβλά. Και σύνωρα, πατήματα βιαστικά ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια του απάνου σπιτιού. Ο Λάμπρος χάνει με μιας όλες τες προτερινές σκέψες του, τραβιέται αλλαξοπρόσωπος από το παραθύρι και πάει κατά την πόρτα.