Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Μαΐου 2025


Ανέλπιστα όμως έγινε καλήτερα η γυναίκα μου. Το καλητέρεμά της προχωρούσε αργά κ' η δύναμή της είτανε λίγη. Δεν περιγράφεται πόσο παράξενο μας είταν αυτό το νέο ξύπνημα στη ζωή, που κανείς δεν το περίμενε. Ωστόσο είτανε πραγματικότητα κι όταν τώρα καθόμουνα στο γραφείο μου κάτω στο ισόγειο κι όλο το σπίτι είτανε βυθισμένο στην ησυχία, μπορούσα να ξαναπλάθω πάλι όνειρα για το καλοκαίρι.

Δίπλα το ρέμμα κύλαε θολά νερά, βροντομαχώντας κι αφρίζοντας. Η βρύση της αυλής έτρεχε ακόμη με μουρμουρητό, σα φλύαρο στόμα γριάς που λέει τα ευτυχισμένα χρόνια της. Και το σπιτάκι με τους μουχλιασμένους τοίχους και τη μαύρη του σκεπή, φαινόταν βυθισμένο σε συλλογή. Μα ήρθαν οι άνθρωποι κι άλλαξαν για μιας μέσα κι όξω την όψη του.

Αλλά τώρα πεια τι μπορούσαν να χρησιμεύσουν η μαγικές συνταγές, και τα βότανα τα μαγεμένα στην κατάλληλη ώρα, και τα φίλτρα όλα; Ήτανε κει νεκρός, ραμένος μέσα σε δέρμα ελαφιού, και το κομμάτι του εχθρικού σπαθιού έμενε ακόμη βυθισμένο στο κεφάλι. Η Ιζόλδη η Ξανθή το έβγαλε και τώκλεισε σ' ένα φιλντισένιο κουτί, πολύτιμο σαν αγιοθήκη.

Ο Λάμπρος Ζάρμπας ακουμπισμένος στο παραθύρι του σπιτιού του την ώρα εκείνη, κύτταζε από τον κάμπο του Φαναριού το φωτολουσμένο Σούλι του, με μάτια ατάραγα από κει και με λογισμό βυθισμένο σ' απέραντες σκέψες. Ήτον Σουλιώτης ο Λάμπρος Ζάρμπας, από τα χωριά της Λάκκας απάνου. Κάθε αλωνάρη μήνα μοναχά, που μάζωνε τα ρύζια του, κατέβαινε κάτου στον κάμπο, και το χινόπωρο πάλι πώσπερνε. Τώρα αλώνιζε.

Ας κάμη καλά ο αλιτήριος, τι μας μέλει; Είπαν οι παππάδες ανάμεσό τους κ' εγύρισαν γρήγωρα, σύμφωνα με τον κανονισμό κ' εζάρωσαν και αυτοί στα κελλιά τους, και εις της εννιά ώρες όλο το Μοναστήρι ήτανε βυθισμένο σε βαθύτατο ύπνο. Τίποτα δεν άκουες παρά το φύσημα του αγέρα, που είχε πάρη δυνατά λίγο προτήτερα και τον μονότονο και μελαγχολικό τριγμό των παληών παραθυριών του ηγουμενιού.

Κάποια κούραση κατέβαινεν ως τα βλέφαρά του και του τα χαμήλωνε σε κλείσιμο. Αισθανότανε το άτομό του βυθισμένο στη λύπη, και τον εαυτό του χαμηλωμένο από την ταπείνωση.

Ο αντρείος επήδησε αλαφρά στην ακτή, κ' ενώ η μητέρες γονατιστές του φιλούσαν τα σιδερένια παπούτσια, εφώναξε στους συντρόφους του Μόρχολτ: «Άρχοντες της Ιρλανδίας, ο Μόρχολτ επολέμησε καλά. Δέτε: το σπαθί μου είναι τσακισμένο στην άκρη. Ένα κομμάτι της λάμας έμεινε βυθισμένο στα κεφάλι του. Πάρτε, άρχοντες, αυτό το κομμάτι το ατσάλι: είνε ο φόρος της Κορνουάλλης!».

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν