Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025
Αθέλητα όμως είχαν ταραχθή τα νεύρα του και το μυαλό εσταμάτησεν απότομα, όπως σταματά, η μηχανή, το βαπόρι μ' ένα κατέβασμα της λάμας. Δεν εδούλευε καθόλου π' ανάθεμά το! Εδιάβαιναν εμπρός του πλήθος τα πειράγματα όμως συγχισμένα, κουλουριασμένα σαν αρμαθιά χελιών που δεν γνωρίζεις πού η ουρά τελειώνει και πούθε αρχίζει το κεφάλι.
Ω καλημέρα σου αδερφή, της λέει, και τι κάνεις; 65 Πού ήσουν, καιρούς οπώλειπες, και πούθε τώρα εφάνης; Αμ πώς γυμνή έτζι ολότελα, μονάχη τέτοιαν ώρα Σε δρόμου διάβα, σαν κι' αυτό στη μέση από τη χώρα; Εδώ για στέκω οχ το ταχύ, του απεκρίθη εκείνη· Και στα χαμένα εστάθηκα· του κάκου έχω προσμείνη. 70 Έκρινα τάχατε καλό την ερημιά ν' αφήσω.
Εκεί απάνω ανοίγει η πόρτα, και ποιος να προβάλη; Η Ασήμω. Χύμιξε μέσα σαν ποντίκι. Άξαφνα τους βλέπει και κοντοστέκεται. Είχε κατέβη πάλε να δη και να μάθη. Σα να της ήρθε να ξεχυμίξη και να γυρίση πίσω. Σηκώνεται ο Επίτροπος και σφαλνάει την πόρτα. — Πούθε έρχεσαι τώρα; τη ρωτάει ο Παπάς. — Από της Χουσεήναινας, της χήρας. Έφερα της θειας μου φαεί, αποκρίθηκε χαμηλόφωνα, και χαμηλόβλεπα η Ασήμω.
Πούθε το ήξερε; Ή πώς μπορούσε να το λέη με τόση βεβαιότητα, αν δεν ήξερε τίποτε; Είτανε μια απλή σύμπτωση; Και μπορεί να λέη κανένας σύμπτωση ό,τι δεν μπορεί να εξηγήση; Καθόμουνα ώρες κοντά στο κρεβάτι της γυναίκας μας κ' έβγαινα μονάχα έξω για να παίρνω αέρα ή να ησυχάζω.
ΘΕΡΑΠΩΝ Εγώ όχι βέβαια. Είπαμε πως το ’χω δώσει εδώ και χρόνια πάμπολλα. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πούθε το πήρες; Ήτονε δικό σου ή ξένο; ΘΕΡΑΠΩΝ Κάποιος μου το ’δωκεν° όχι δικό μου. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ποιος ο Θηβαίος που σ’ τό ’δωκεν ή ποιο το σπίτι; ΘΕΡΑΠΩΝ Μη για χατήρι των θεών με ρωτάς πλέον. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Εχάθης αν ξαναχρειασθή να σ’ ερωτήσω. ΘΕΡΑΠΩΝ Ήταν του Λαΐου λοιπόν αυτό το βρέφος!
— Άλλοι μας, κι άλλοι μας! ξεφώνιζε η Μιχάλαινα, σέρνοντας τα κόκκινα μάγουλά της με τα δυο της χέρια. Που θα βάλουμε στα σπιτικά μας και την ψυχοπαίδα της γουρουνούς! — Σώνει σου, Βασιλική, γυρίζει και της κάνει ο Πανάγος. Μωρό παιδί δεν είμαι, να με σκιάζης δα και με τέτοιες κοροϊδίες. Κι από μένα καλλίτερα το ξέρεις πούθε έρχεται η Ασήμω. — Ναι.
Πούθε η κυρά σας έκανε σα βγήκε από το παλάτι; Μην πάει στις συνυφάδες της ή σε καμιά αντραδέρφης; για μήπως πάει στην εκκλησά της σεβαστής Παρθένας, όπου κι' οι άλλες δέουνται πυκνόσγουρες κυράδες;» 380
ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Πούθε' έρχεται κι' ο κεραυνός όπου λαμποκοπάει από φωτιά; αυτό να ειπής, και όταν μας χτυπάη μας καίει σαν τα φρύγανα, και τσουρουφλίζει φοβερά τους ζωντανούς; Τον στέλνει ο Ζευς στους επιόρκους φανερά. Και τ' είνε τάχα ο κεραυνός;
Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα Παρόμοιος σίφουνας, ο εχθρός ρωτά. Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα Πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά. Χάρος ανέλπιστος περνά θερίζει Αναστηλώθηκε κ' η κλεφτουριά. Ρυάζετ' η Ρούμελη 'ς το μετερίζι Ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά. Δεν τον επρόφταιναν... Τον ανακράζουν Δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.
Να φύγω σε ξένον τόπο και να πεθάνω λησμονημένος, χωρίς να ξέρη κανένας πούθε είμαι και ποιος είμαι. Θα το είχα πλειότερο παράπονο να είμαι ξένος στον τόπο μου παρά στην Ξενιτειά. «Είχα ξεμακρύνει κι' έφυγα με καρδιά βαρειά, πλειο βαρύτερη από το βουνό, όταν ακούω το σήμαντρο της εκκλησιάς μας να βαρή, και θυμήθηκα πως είχα φέρει τάξιμο μια λαμπάδα για την Παναγιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν