Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025
Η αγάπη μας γίνεται μέσα μας Γιάγος. Μήτε τρικυμιά μήτε θόρυβος κανένας με ταράζει, μήτε κανένα μίσος με θερίζει. Αξεδιάλυτη λύπη, που μου περεχύνει την ψυχή, μου έρχεται όταν τη συλλογιούμαι. Πόσο την αγαπώ!
Ό, τι σπέρνει κανείς θερίζει.» «Νοέμι, γιατί μιλάς έτσι; Σαν να τρελάθηκες, εδώ και κάμποσο καιρό! Δεν σκέφτεσαι πια λογικά. Γιατί λες πως σε κοροϊδεύει, αφού έστειλε μαντάτα πως σ’ αγαπά;» «Ένα υπηρέτη έστειλε να μου το πει!» Η ντόνα Έστερ κοίταξε τον Έφις, αλλά ο Έφις σιωπούσε με κατεβασμένο το κεφάλι, όπως έκανε κάποτε, όταν οι αδελφές φιλονικούσαν.
Παιδιά, τα πήρε η τύφλα Και χύνονται μες 'ς τη φωτιά... Του Διάκου τα λιθάρια Με τα λεπίδια πελεκούν να τα ξεθεμελιώσουν. Αρπάζουνε για ν' αναιβούν την πέτρα με τα νύχια Κι' ότι φανούν τα δάχτυλα, το σίδερο θερίζει.
Πούθε να πλάκωσε παρόμοια αντάρα Παρόμοιος σίφουνας, ο εχθρός ρωτά. Το χέρι εδούλευε και βουβαμάρα Πάντα τα χείλη του κρατεί κλειστά. Χάρος ανέλπιστος περνά θερίζει Αναστηλώθηκε κ' η κλεφτουριά. Ρυάζετ' η Ρούμελη 'ς το μετερίζι Ρίχνεται πίσω του παύει η φωτιά. Δεν τον επρόφταιναν... Τον ανακράζουν Δεν αποκρένεται, διαβαίνει εμπρός.
Κ' εμάλαζ' ο Ευρύμαχος το τόξο και 'ς την λάμπα 245 εδώ κ' εκεί το ζέσταινεν, αλλά να το τανύση δεν εδυνήθη, και βαθειά 'ς την ένδοξη ψυχή του μ' αδημονία στέναζε, κ' είπε μεγαλοφώνως· « Τον εαυτό μου πόσ', ωιμέ, και όλους τους άλλους κλαίω· του γάμου τόσο, αν και δριμύς, δεν με θερίζει ο πόνος· 250 και άλλαις εις την περίβρεκτην Ιθάκην Αχαιίδες είναι πολλαίς, είναι και αλλού· με θλίβει ότι μας λείπει τόσον από την δύναμι του θείου Οδυσσέα, ώστε να μη τανύζουμεν εμείς το τόξο εκείνου· αχ! και 'ς ταις άλλαις γεννεαίς θα φθάσ' η καταισχύνη!» 255
Αχ, και να είχες μάτια να τα δης αυτά, Κωσταντάκη, που σε κουβαλούνε, κ' έννοια δεν την έχεις τη ρήμαξη που αφίνεις μέσα στ' αρχοντικό σου. Ποιός τόλεγε, Πιπινιώ μου, πως σε τρία φεγγάρια μέσα είτανε γραμμένο να τα φάη το χώμα και τα τρία ταδέρφια. Πιπ. Και που έκαμε μαθές νισάφι ο απόνετος ο χάρος να κάμη και δω. Πέντε πέντε και δέκα δέκα τους θερίζει μαζί καθεμέρα.
Κι' οι κράχτες σαν τους φώναξαν και μαζωχτήκαν όλοι, σηκώθηκε ο γοργόποδος γιος του Πηλιά κι' έτσι είπε «Τ' Ατρέα γιε, τώρα πια εμείς θαρρώ τη στράτα πάλι θα πάρουμε και πίσω ομπρός στα σπίτια μας θα πάμε, 60 πρώτα απ' το θάνατο αν σωθεί κανείς μας, αν είναι έτσι να μας θερίζει ο πόλεμος και να μας τρώει η πανούκλα.
Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα· Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέρα — πέρα. Το Μεσολόγγι...κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει, Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα· 'Σ ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη, Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια. — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι, Ψωμί! — φωνάζουν όλοι Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.
Τερψίων. Ζωντανός ή αποθαμένος; Ευκλείδης. Μόλις έζη ακόμη, διότι ευρίσκεται εις αθλίαν κατάστασιν και από μερικάς πληγάς, περισσότερον όμως τον θερίζει η επιδημία η οποία ενέσκηψε εις το στράτευμα. Τερψίων. Μήπως είναι η δυσεντερία; Ευκλείδης. Μάλιστα. Τερψίων. Κρίμα στον άνθρωπον, ο οποίος διατρέχει κίνδυνον καθώς λέγεις. Ευκλείδης.
Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία, της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου• δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο• 405 έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει. και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία. αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν, ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του 410 με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν. δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα• και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα, άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν