United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Γκριζέντα ακουμπούσε στον τοίχο και έκλαιγε, λες και ήταν έξω από μια φυλακή που περιέκλειε όλα της τα καλά και όπου εκείνη δεν μπορούσε να μπει. «Λοιπόν, τι έχεις; Θα γυρίσει, σίγουρα.» «Το άκουσες, ψυχή μουείπε η γριά τραβώντας το κορίτσι από τον τοίχο. «Θα γυρίσει! Δεν έφυγε για πάντα, όχι!» «Θα γυρίσει, ναι, κορίτσι μου!» Η Γκριζέντα του πήρε το χέρι και το φίλησε με αναφιλητά.

Ώ Αφροδίτη! αχ, γιατί, γιατί μ' ετρέλλανες γι' αυτή; Έρωτα, σε παρακαλώ, κάμε μου τούτο το καλό, και φέρ' την γρήγορα ναρθή στο πλάι μου να κοιμηθή! ΝΕΑΝΙΣ Αυτά που άκουσες να ειπώ, δεν εξηγούν τον πόθο, που στην ψυχή μου νοιώθω. Αγαπημένο μου πουλί! άνοιξε, δος μου ένα φιλί, πονώ για σε, πονώ πολύ! ΝΕΑΝΙΑΣ Χρυσό μου εσύ! βλαστάρι της Αφροδίτης!

Πρέπει να του αγοράσουμε και ένα άλογο, επειδή οι στεριανοί δεν συνηθίζουν να πηγαίνουν με τα πόδια. Θα το φροντίσω εγώ. Αυτό που έχει σημασία είναι οι αφεντιές σας να συμφωνήσουνΕκείνη όμως απάντησε αμέσως αγέρωχα. «Γιατί; Δεν συμφωνούμε, λες; Μας άκουσες μήπως να μαλώνουμε; Δεν θα πας στη εκκλησία, Έφις

Ε! σου λέγω, χωρίς λόγια πολλά, 'πούτο εξής δεν πρέπει ταις ώραις της αδειάς σου να κακοξοδεύης εις το να δίδης λόγια και να συντυχαίνης με τον πρίγκιπ' Αμλέτον· τ' άκουσες; το θέλω· πήγαινε τώρα. ΟΦΗΛΙΑ Θα υπακούσω, Κύριέ μου. Ο Προμαχώνας. Εισέρχονται ΑΜΛΕΤΟΣ ΟΡΑΤΙΟΣ και ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ ΑΜΛΕΤΟΣ Αέρας 'πού θερίζει· κάμνει πολύ κρύο. ΟΡΑΤΙΟΣ Άγριος είναι, τωόντι, κοφτερός αέρας.

Δύσκολο, φίλε μου, να ζη μόνη, έρημη η ψυχή· πώς θέλεις τότες να ενεργήση, να μπη σε δουλειά, ναγαπήση ή να μισήση; Δεν άκουσες τι λέει ο γέρος· «Μονώτη μεν ουν χαλεπός ο βίος· ου γαρ ράδιον καθ' αυτόν ενεργείν συνεχώς, μεθ' ετέρων δε και προς άλλους ράονΊσως εκείνη την ώρα που το είπε, είταν και κείνος μόνος.

Λοιπόν, αφέντη, είμ' έτοιμος με την ευχή σου να πάρω την Ουρανίτσα· ιδού λάβε το δακτυλίδι να της στείλης δι' αρραβώνα. — Τι λες, παιδί μου; Η Ουρανίτσα τώρα έχει δυο παιδιά, ανήψια σου. Βρίσκεται στην Ύδρα με τον αδερφό σου. — Τον αδερφό μου... Την επήρε ο Μπιφάνης γυναίκα; — Τι ήθελες να κάμω; Αφού είχα δώσει τον λόγο μου...Δεν με άκουσες εσύ, ο Μπιφάνης έκαμε υπακοή.

Τι άκουσες; — Να πως η Ασήμω της θεια Πασκαλιάς λέει. . . Κάμνει αμέσως το σταυρό του περίλυπα χαμογελώντας ο Πανάγος, και, — Να μην το πη κανείς πως έχει και τίποτις από τον κόσμο κρυφό, απολογιέται του αξαδέρφου του τού Μιχάλη. Μα στάσου δα, βλογημένε, να προλάβω και να σε ρωτήξω τη γνώμη σου πρώτα.

ΑΝΤΩΝ. Ω! ήταν βοή αρκετή να δειλιάση κ' ένα θερίο, να κάμη σεισμό· εμούγγριζε βέβαια ένα κοπάδι λιοντάρια. ΑΛΟΝΖ. Άκουσες αυτά, Γονζάλε;

Στάσουάκουσες τίποτις από κει μεριά; Είδες τίποτις; Περμ. Άμε στο καλό και συ που είσαι απατή σου για το Μοναστήρι. Τι νακούσω και τι να δω! Πιπ. Καλέ κοίτα εκειδά κατά το μεγάλο το δρόμο! Δε βλέπεις εκεί μια φωτερή καταχνιά, και μέσα της ένας καβαλλάρης με γυναίκα στο πλάγι του; Σα μαύρος ίσκιος περνάει τις ιτιές κ' έρχεται κατά το χωριό.

ΓΟΡΓΩ Άκουσες, Πραξινόη μου, πόσο σοφή είνε η κόρη; Καλότυχη είνε αληθινά για όσα τραγούδια ξέρει κι ακόμα πιο καλότυχη για τη γλυκειά φωνή της. Μάνε καιρός, μου φαίνεται, να πάμε και στο σπίτι. Ο άντρας μου είνε νηστικός κ' εύκολος στο θυμό του κι όταν πεινάη, αλλοίμονο σ' όποιον μπροστά του λάχη. Αγαπημένε μ' Άδωνι, χαίρε! κι όταν ξανάρθης χαρούμενους κι ολόχαρους όλους μας να μας εύρης.