United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αθάνατοι μα κι άγνωστοι σε σας. — Αλήθεια· εγώ διάβασα το Δημοσθένη. — Το λογά το Δημοσθένη! είπε η κόρη με αποστροφή. Και όμως τούτοι είνε σιμώτερα στην ψυχή μας· τόσο στην ψυχή μας όσο και στη δόξα και στην τύχη της γενιάς μας. — Μα δεν τους άκουσα ποτέ. — Δεν τους άκουσες γιατ' έτσι θέλησε ο Αριστόδημος. Παίρνει τη ρίζα του δέντρου και τα φύλλα. Τον κορμό τον απαρνιέται.

Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, ενώ προβείαις άπλονετα τεχνικά θρονία, κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας• ολόγυρα κ' η άλλαις δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, και με χαραίςτην κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. 35 απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, καιτο κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. και με παράπον' έλεγε• «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, 40 Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, αφούτην Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα».

Άνοιξε, ουρανέ, και δες μας, και πες αν είδες λείψανα να βγαίνουν από σπίτι με τόση θλίψη, αν άκουσες ποτές σου πικρότερα μυρολόγια. Πες μου αν είδες μάννα να τη σφάζη μεγαλήτερος πόνος, σαν κι αυτή τη μάννα, που άλλο κρίμα δεν τη βαραίνει παρά η αγάπη του πρωτογέννητου τ' αγοριού της, αγάπη, που για χάρη της στέλνω τη μονάκριβή μου στα μαύρα τα ξένα.

ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Τι κακό! Ε συ! αποκοιμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Όχι, μα τον Απόλλωνα. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε δεν θυμήθηκες; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ω, μα τον Δία, τίποτε. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Τίποτε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Έχω φέρη, — αυτό και μόνο: την ψωλή μέσ' στο δεξί μου χέρι. ΣΩΚΡΑΤΗΣ Πώς; γρήγορα δεν θα σκεφθής κουκουλωμένος κάτι; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Κανενός τους τόκους να πληρώσω δεν θέλω, και το άκουσες χίλιες φορές.

Άκουσες; να τους καλομεταχειρισθούν, διότι αυτοί είναι η συγκεφαλαίωσις, και το σύντομο χρονικό της εποχής· προτιμότερο να χα- ραχθή κακή επιγραφή εις τα μνήμα σου, παρά, εις την ζωήν σου, να κακολογηθής από αυτούς. ΠΟΛΩΝΙΟΣ Κύριέ μου, θέλει τους μεταχειρισθώ κατά την αξίαν τους.

Ο κίνδυνος της θάλασσας δεν έχει γλώσσα φοβερώτερη από αυτή. Την ακούς μία στιγμή και την θυμάσαι ως που να πεθάνης. Τι σου λέγει καλάκαλά δεν προφτάνεις να καταλάβης, τ' αυτιά σου δεν προκάνουν ν' ακούσουν τον ήχο και τον ρουφάει αμέσως ανατριχιασμένη η ψυχή και τον αισθάνεται, μαχαίρι δίκοπο και κατάκρυο, όλη σου η ύπαρξις. Άκουσες αυτόν τον ήχο; δέκα χρόνια από τη ζωή σου έχασες!

Και πού είν' αυτή η Ευρώπη; — Να, ξεύρω κ' εγώ; αυτού που είναι το παιδί μου. Δεν άκουσες να λένε τίποτε για το παιδί μου; — Όχι, κυρά. Και πώς το λένε το παιδί σου; — Αμ' ξέρω και γω μαθές; Ο νουνός του το βάφτισε Γιωργή, και πατέρας του ήτανε ο Μιχαλιός ο πραγματευτής, ο άνδρας μου.

Πληρώνω Άκουσες; ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Καίσαρ, Ελληνικούς τους θέλεις νάνε; ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Βέβαια, ό,τι διαλεγμένο λογιέται σήμερα, στη γλώσσα της Ανατολής γραμμένο το θέλει η συνήθεια. Σιγά! Δεν την ξεθηλικώνουν έτσι την χλαμύδα, Ζω! ΤΡΟΦΙΜΟΣ. Ποιον; ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Δεν μίλησα. . . Πώς; είπα τίποτε; Τι κούρασι. . . Να μιλάτε χαμηλότερα κι' έχει τα νεύρα του. . . Ούτε πως γύρισα τον μέλει. . . Γιατί με κυττάζετε;

ΑΝΑΤ. Εμένα πατέρα μου είναι τρία χρόνια πέτανε... βιος πολύ άφηκεκολυβά του, μολύβα του ιψυχικά του φαλάν φιλάν ούλα έκαματώρα τα βάνω μια πέτρα μεάλη μνήμα του απάνου, τα γράψω, ιστέ ήτανε καλό άντρωπο, ήτανε ραϊτζή, όποιος γλέπει να λέη τεός χωρέστο, άκουσες; τζάνουμ ένα τέτοιο να γράψης εγώ κόπου σου πλερόνω. ΛΟΓ. Επιτύμβιον τοιγαρούν ποιητέονκαι δη ποιήσω διά στίχωνούτω βούλει;