Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Μαΐου 2025
Προσευχόταν όμως, καθισμένη στο σκαλάκι της πόρτας κάτω από την ασημί και μαύρη γιρλάντα της κληματαριάς στο φεγγαρόφωτο και κάθε φορά που κοίταζε γύρω τής φαινόταν ακόμη σαν να έβλεπε, εδώ κι εκεί επάνω στο φράχτη από τις φραγκοσυκιές, τα μάτια του Έφις πράσινα να πετάνε σπίθες από οργή. Ήταν οι πυγολαμπίδες.
Πάνε άλλοι να τους χωρίσουν, πιάνονται κ' εκείνοι· σπάνε ποτήρια, πετάνε πιάτα, αναποδογυρίζουν το τραπέζι· επανάστασι στην Παράδεισο! Ο Παντοκράτορας βαρύς από το φαγοπότι, εκοιμόταν εκείνη την ώρα, γειρμένος στα γόνατα ενός αγγέλου. Ακούει τον καυγά, πετάεται θυμωμένος, αρπάζει ένα βούρδουλα «να σου!» του ενός, «να σου!» τ' αλλουνού, τους αλωνίζει όλους.
ΑΝΑΤ. Α! — όνομά μου; όνομά μου χατζή Σάββα ντούλο σας. ΑΣΤ. Η Πατρίδα σου; ΑΝΑΤ. Πατέρα μου; πατέρα μου χατζή Μουράτη λέανε — εκείνο πέτανε, τι το τέλεις τώρα; ΑΣΤ. Όχι μουρέ ο τόπος σου; ΑΝΑΤ. Α, βιλαέτι μου; βιλαέτι Καΐσερλη είναι. ΑΣΤ. Και πούνε αυτό το Καΐσερλη. ΑΝΑΤ. Άι Βασίλι τόπο είναι γκαισαρείας, γκαπαδοκείας ντε ξέρεις εσύ.
Κ' όπως παγαίνουν σύννεφα πυκνώνε μελισσώνε, που βγαίνουν κι' όλο βγαίνουνε μέσα από κούφια πέτρα, και στοίβες στοίβες στους ανθούς της άνοιξης πετάνε, κι' εδώθες τρέχει ένας σωρός και τρέχει εκείθες άλλος· 90 έτσι σωροί κι' αφτών πολλοί κοπαδιαστοί απ' τα πλοία κι' απ' τις καλύβες τρέχανε στη συντυχιά να πάνε, μπρος στ' ακρογιάλι τ' αψηλό.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Η αρρώστεια θα τον έφαγε τον κακομοίρη. ΑΓΓΕΛΟΣ Είχε πολλά στη ράχη του χρονάκια ο γέρος. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Τι να πω πρέπει για τους οιωνούς τους μαντικούς ή την εστία ή τα πουλιά που κλαγγαστά ψηλά πετάνε, που επρόλεγαν ο θάνατος πως από μένα θα προέλθη του πατέρα μου του βασιλέως. Εκείνος τώρα κρύβεται στη γη αποκάτω, κ’ εγώ εδώ πέρα βρίσκομαι, χωρίς το ξίφος να πιάσω.
Τω όντι η Μάρω εκ της βίας είχε λησμονήσει εις τον πύργον το κεντητόν σεγούνι της και ήτο μόνον με την μακράν υποκαμίσαν της, μεταξωτήν και χρυσοκέντητον εις τα άκρα και περί τον τράχηλον, οπόθεν προέκυπτεν ως αφρός γάλακτος από καρδάρας, ο χαριτωμένος κόλπος της. — Μα συ, πώς κάνεις εσύ; είπεν ο Γιάννος εν απορία. — Εγώ; δεν κρυόνω· δεν βλέπεις; φωτιές πετάνε τα χέρια μου.
Για να γλυτώσουν κιόλα οι άμοιροι από το κακό, και να γλυτώσουν από του μαβρο-Λίακα το βρυκολάκιασμα, πιάνουν και τον παίρνουν, και, μπροστά ο παπάς, πάνε στο κοιμητήρι νύχτα, κι ανοίγουν βαθύ λαγούμι, κατάβαθο, και τον πετάνε μέσα, ζεστόν ακόμα τον άμοιρο! Τον πετροχωνιάζουν κιόλα, να μη μπορή να κουνηθή. Να μη μπορή να ξεβρυκολακιάση και νάβγη πάλι στον Απανωκόσμο, ερημιά του !
— Βέβαια, όταν μ' αρέση να κυνηγάω στο δάσος, ξέρω να πιάνω με τα λαγωνικά μου τους γερανούς που πετάνε στα σύννεφα, και τους κύκνους τους άσπρους και τους σταχτερούς, και τ' αγριοπερίστερα. Με το τόξο μου τα γεράκια και τους γυπαετούς!» Για καλά γέλασαν όλοι, κι' ο Βασιληάς ρώτησε: «Και τι πιάνεις, αδερφέ, όταν κυνηγάς στο ποτάμι. — Ό,τι βρίσκω. Τους λύκους των δασών και της μεγάλες αρκούδες.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν