United States or Fiji ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ηλίας, σιωπηλός τώρα, έσκυψε και περίμενε ένα λόγο από τον Αγά. — Παιδί μου, του λέει ο Αγάς, συλλογίσου το πάλι. Συλλογίσου τη μάννα σου, &την κατάρα της μάννας σου&. Τι καλό θα δης ύστερ' από τέτοια κατάρα! Στάχτη θα σε κάμη, και σένα και μας. — Χίλιες κατάρες δεν πιάνουν μπρος στου Προφήτη τη χάρη. Ο Προφήτης το θέλει, το προστάζει, δικός σου να γείνω. Εκείνος είναι που το γκρέμησε το γατί.

Τα στήθια τους εσκέπασαν από κρουστό τομάρι Μιας ψόφιας Γάτας, που όλοι τους επιταυτού είχαν γδάρει Πασάνας μέρος απ' αυτό ωμορφοτουρνεμένο, Για θώρακα εσχημάτιζε με τζάκνα καρφομένο. 270 Χτους οφαλούς των λυχναριών γεραίς ασπίδες φκιάνουν, Και από βελόναις σουβλεραίς με τα δεξιά τους πιάνουν Βαριά κοντάρια αλίγυγα, και σιδιροβαμμένα, Οπού ο ίδιος Ήφαιστος τους τάχε χαρισμένα.

Πιάνουν όλους τους ξένους, αλλ' αφήστε σε μένα την υπόθεση· έχω έναν αδερφό στη Λιέππη της Νορμανδίας, θα σας στείλω εκεί, κι' αν έχετε κανένα διαμάντι να του δώσετε, θα σας φροντίση, όπως κ' εγώ. — Και γιατί πιάνουν όλους τους ξένους; ρώτησε ο Αγαθούλης.

Λες κ' ήτανε κι' αυτό μαζί μου βουλιαγμένο μέσα εις τον βούρκον, πατέρα μου! Και αποτεινόμενος προς τον ιερέα ερωτά: — Και έχουν αληθινά δύναμιν τα μάγια; — Έχουν βέβαια· αλλά μόνον εις τους αμαρτωλούς πιάνουν!

Και αφού τον εχαιρέτησα όντας πλησίον του, τον ερώτησα διά να μου ειπή διατί τα καράβια που απερνούν από εκείνην την θάλασσαν ετραβιόνταν με τόσην βίαν εναντίον εις την θέλησίν των, προς ετούτο το βουνόν, και ποίος ήτον ο αυτουργός αυτής της μαγείας, με της οποίας την δύναμιν τα έκανε να ξαναγυρίσουν εις την θάλασσαν, και να πιάνουν την στράταν των;

Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

ΑΡΓΓΑΝ Και κάποτε με πιάνουν πόνοι στην κοιλιά σαν κωλικόπονοι. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Τρώτε με όρεξι; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Σας αρέσει να πίνετε λίγο κρασί; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων. Σας έρχεται λίγος ύπνος ύστερα από το φαΐ και σας ευχαριστεί να κοιμάστε; ΑΡΓΓΑΝ Μάλιστα, κύριε. ΤΟΥΑΝΕΤΤΑ Ο πνεύμων, ο πνεύμων, σας λέω. Τι σας διέταξε ο γιατρός σας να τρώτε;

Και από Μπομπόλων καύκαλα στολίζουν τα κεφάλια Δεμένα οχ το πηγούνι τους για πλιότερην ασφάλια. 350 Από τα βούρλα τα στεγνά, αυτά τα παλληκάρια, Βεργιά μακριά και σουβλερά δανείζουνται κοντάρια, Και σαν απαρματόθηκαν σιμαζωχτοί πηγαίνουν· Της όχταις πιάνουν της ψηλαίς· το μάλωμ' αναμένουν. Καλνάν αγνάντια τον οχτρό με θυμομένο μάτι· 355 Σιούν τα κοντάρια φοβεροί, και από καρδιά γιομάτοι.

Μα βόηθα, κι' έλα γλήγορα χύνε φωτιές και φλόγεςΕίπε, κι' ο Ήφαιστος φωτιά θεόσταλη ακοντίζει, 342 κι' ανάβει ο κάμπος, τα φυτά απ' άκρη ως άκρη πιάνουν. Καίγουνταν κύπερα φτελιές και βούρλα και τριφύλλια, 350 και καίγουνταν μυρχιές κι' ιτιές· κι' όλος ο κάμπος γύρω 351 345 ξεράθηκε, και σταματάει τ' αφροντυμένο κύμα.

Βέβαια παράπονο μ’ εμέ για τις ειδήσεις που σου ’φερα δε θα ’χης° μα ο ίδιος τώρα κρίνε το πλοίο της πόλεως να κυβερνήσης. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Ω θεομίσητ’ εσύ και πολύ θεοβλαμμένη του Οιδίπου, ω παντοδάκρυτη γενεά δική μου, ωιμέ! και πιάνουν τώρα οι πατρικές κατάρες.