United States or Malta ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' ύστερ' απ' όλ' αυτά, μπορείς, θαρρώ, να τους προσθέσης πως κι αυτά να κάμουν, και χίλια τέτοια, πάλι δε θ' αρμενίζουνε πλάγι πλάγι με την Αττική τη «φωνή», πως με τέτοια καύκαλα μήτε μπρος μήτε πίσω δεν πάμε. Πως εκείνοι που πολεμούσανε για τα μας, και γλύτωναν τον τόπο από τη μια τη σκλαβιά, δεν τη λογάριαζαν οι δύστυχοι αυτή την άλλη τη σκλαβιά του δασκαλισμού.

Όσο για τα κατόπι τα χρόνια, μπορείς και να τα μαντέψης ως ένα βαθμό. Το παιδί θα σου δείξη τον άντρα. Δε γνώρισα, και πιστεύω μήτε του λόγου σου δε γνώρισες άνθρωπο που του άλλαξε τα καύκαλα ο καιρός. Γεννήθηκα στο σπίτι της Μάννας Μου, σε νησί της Τουρκίας. Είταν αυγή, πρώτο λάλημα πετεινού. Το δικό μου είταν το δεύτερο λάλημα την αυγή εκείνη.

Βογκάει τ' αρμούτι το παληό... Ερρέκαξε ο Δερβίσης Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια. — Μήτρε, μην επαράδραμα; — Μεςτη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατήτον Άδη. — Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς... κ' εγώ το θάνατό του. Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρωτο κουφάρι.

Και μαζί χέρια, πόδια, κορμιά δίχως κεφάλια, κεφάλια δίχως κορμιά, κενά καύκαλα, τρίχες χωμένες στις ρωγμές, μυαλά στουμπισμένα στην πέτρα. Κάποια κινητή πόλις επροσόχθισε, νομίζεις εκεί, εσκόρπισε κάτω από το αυστηρό βλέμμα του Θεού και απονεκρώθηκεν η ζωή και ο πλούτος της. Ένα τρεχαντηράκι, ομορφοφτιασμένο, άγγελος επρόβαινε με πανιά και ξάρτια, λέγεις και αρμένιζεν ανάερα.

Από τη μια πίστευε πως υπάρχει ένας Μεγάλος Θεός, κι από την άλλη παραδέχουνταν πως ο Μεγάλος ο Θεός είχε βαλμένους τους Ολύμπιους να κυβερνούν τα επίγεια. Με τέτοιες δοξασίες θαρρούσε ο καλότυχος πως θα ξαναφέρη τα παλιά τα μεγαλεία, και με τέτοια καύκαλα κατέβηκε στην Αθήνα .

Εχώριζε το είνε του σε δυο, άδραζε ένας τον άλλον από το λαιμό, τον έσφιγγε με λύσσα, τον έφτυνε κατάμουτρα, θέλοντας να πλύνη τη ντροπή από πάνω του. — Άτιμε! ταρτούφο!.... θεομπαίχτη! .. . εψιθύριζε. Η λιτανεία ως τόσο ακολουθούσε το δρόμο της. Τώρα προχωρούσε μέσα στο χωριά, από τους κεντρικούς δρόμους. Το λιοπύρι άναβε τα καύκαλα.

Ας προσπαθάν όσο ημπορούν· του κάκου τυραγνιούνται· 605 Των Καβουριών τα καύκαλα καθόλου δεν τρυπιούνται. Οχτρούς παρόμιους να ιδούν ελπίδα δεν τους μένει· Μηδέ βαστάν στον πόλεμο· και φεύγουν τρομασμένοι. Κοντά βασίλεμα ηλιού το πράμμα αυτό ακλουθάει· Και σε μιας μέρας διάστημα η μάχη αυτή σκολνάει· 610 Ο Ν Ο Μ Α Τ Α Τ Ω Ν Μ