United States or Luxembourg ? Vote for the TOP Country of the Week !


κ' η ξακουστή σου Πάπισα κ' η σάτυραις κ' η Σκνίπαις κ' εκείνα που μας έλεγες, κ' εκείνα που δεν είπες, έστησαν μες στο Πάνθεον της Τέχνης την μορφή σου, κ' εκείνοι που σ' αφώρισαν βλογούν την κορυφή σου. Στου Ζαχαράτου τη γωνιά θαρρώ και τώρ' ακόμα πως του Μανώλη με καλεί χαριτωμένο σκώμμα, κι ακούω μες' από σοφό, μα κάτισχνο κουφάρι, τους σαρκασμούς τους Αττικούς με μια περίσσια χάρι.

Μα η ευχαρίστησις που είχα διά την ενέργειαν που ακολούθησεν ευτυχισμένα, εμετεστράφη ογλήγορα εις τόσον πόνον. Επειδή και ευθύς που το πνεύμα μου εμπήκεν εις το κορμί της ελάφου, ο άνομος και επίβουλος Δερβύσης έκαμε να περάση το εδικόν του εις το κουφάρι μου και ωσάν έλαβε την μορφήν μου, ευθύς παίρνει το δοξάρι μου και το ετέντωσε να με σκοτώση.

Μόλις τόρα εις του καρυοφυλλιού εκείνου την παρακμήν, εσυλλογίζετο διά πρώτην φοράν ο Χειμάρρας και τα ιδικά του γηρατεία. Εις την σφαίραν εκείνην του όπλου, την μόλις συρθείσαν μόνον ολίγα μέτρα και κυλισθείσαν επί του χώματος αδρανή, ως άψυχον κουφάρι, έβλεπε θλιβερώς την ιδικήν του εξασθένησιν, πιστήν εικόνα των σωματικών του δυνάμεων. Η ψυχή του ναι, ήτο βράχος ακλόνητος ακόμη.

Άρπαξε ένα σκοινί απ' την πρύμη, τώκανε θηλειά κ' έσκυψε στην κουπαστή να το περάση στο κουφάρι. Καθώς έσκυβε, ένα κύμα ανασήκωσε το κάτασπρο κεφάλι απ' το νερό, που έμοιαζε σαν να είχε γυρίσει να ιδή ποιος σκύβει από πάνω του. — Μπα! έκανε ο βαρκάρης, περνώντας του τη θηλειά στη μέση. Ο Καπετάν-Πρέκας!... Αυτός δεν είναι; Το παιδί έσκυψε απάνω στο κουφάρι και τρέμανε τα κατασάγονά του.

Βογκάει τ' αρμούτι το παληό... Ερρέκαξε ο Δερβίσης Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια. — Μήτρε, μην επαράδραμα; — Μεςτη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατήτον Άδη. — Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς... κ' εγώ το θάνατό του. Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρωτο κουφάρι.

Τότες ο Αίας του Οϊλιά με το βαρύ κοντάρι πολύ πιο πρώτος πήδησε και κάρφωσε το Σάτνη, γιο ξωθικιάς, π' αψέγαδη τον έκανε νεράιδα με τον ξεστήθια Βήνοπα σαν έβοσκε τα βόδια κοντά στου Σάτνη ποταμού τους ανθοπλήθιους όχτους 445 Αφτόν ζυγώνει και τρυπάει με τ' όπλο στο λαγγόνι, και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και γύρω στο κουφάρι έπιασαν Τρώες κι' Αχαιοί πεισματωμένη μάχη.

Από στιγμή σε στιγμή ερχόταν το κύμα και μου έδερνε το πρόσωπο· μ' έλουζε από τα νύχια ως την κορφή. Και όμως δεν είχα δύναμι να σηκωθώ. Άρχισε να με κυριεύη αποκαρωμάρα κ' ενώ ήμουν ακόμη ζωντανός ενόμιζα πως ήμουν κουφάρι, πως μ' εκυλούσαν αλαφρόν σαν πούπουλο τα κύματα.

Τότε ο γιος του βασιλιά Πριάμου, ο Άντιφος, μες στο σωρό του ρήχνει το κοντάρι, 490 μα δεν τον βρήκε, μον βαράει το Λέφκο, του Δυσσέα ένα συντρόφι, στ' αχαμνά, καθώς τραβούσε εκείθες του Σιμοήσου το κορμί. Έτσι απάς στο κουφάρι έπεσε εκείνος, κι' ο νεκρός του γλίστρησε απ' τα χέρια.

Έβαλε πλώρη κατά το λιμάνι Η καταχνιά είχε αρχίσει να σκορπίζεται ολόγυρα, ο ήλιος ροδοχρύσωνε τα κύματα, πνοή δε φύσαγε από πουθενά κ' η ψαρόβαρκα έσχιζε ράθυμα τα κοιμισμένα νερά, σέρνοντας πίσω της το ασπρειδερό κουφάρι, με τα σκόρπια κάτασπρα μαλλιά, που φαντάζανε σαν ανάλαφρος αφρός απάνω στην καταγάλανη πλατωσιά, καθώς τα χάιδευε και τα γαργαλούσε η συρμή του νερού.

Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Έφυγες και πήρες μαζί σου τις έγνοιες μου και τις λαχτάρες μου. Το Στρατή μαζί σου τον πήρες. Κι' απόμεινα ένα ξερό κουφάρι, μονάχος κι' απομόναχος. Ένα κουφάρι για πέταμα. Που ούτε να το πετάξης δεν αξίζει. Στοιχειό του στοιχειού. Αυτό καρτερούσανε τα μάτια μου. Ας μου τα κλείση τώρα ο Θεός... Έκλεισε τα μάτια του και δεν τάνοιξε πια.