United States or Cambodia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Συνηθέστερον επί ζώων, κυρίως, αιγών ή τράγων, όταν σφαδάζωσιν υπό την μάχαιραν. « Τώδωσε όσο που ερρέκαζε» — Θα σε κάμω να ρεκάξης » = Εμαστίγωσεν αυτόν μέχρι θανάτου. Θέλω σε εξοντώση, καταστρέψη. Μεςτη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. κ.τ.λ. σ. 106 Ραφή , η ραφή ήτις συνδέει τα δύο ημικράνια. Καύκαλα και κούτελο το έμπροσθεν μέρος του κρανίου. » Τα χρόνια τους πρωτομαγιαίς. » σ. 107

Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.

Βογκάει τ' αρμούτι το παληό... Ερρέκαξε ο Δερβίσης Απλώθηκε ταπίστομα κι' ακόμα με τα νύχια Κρατεί σφιχτ' από τα μαλλιά τα δυο του τα κεφάλια. — Μήτρε, μην επαράδραμα; — Μεςτη ραφή, Διαμάντη, Του ξήλωσες τα καύκαλα. — Τάνοιξες τρίτο μάτι Για να διαβαίνη θαρρετά, να περβατήτον Άδη. — Μήτρε, μ' αρέσει να μ' ακούς... κ' εγώ το θάνατό του. Λυσσομανάει η αρβανιτιά τριγύρωτο κουφάρι.