Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 8 Μαΐου 2025
Το γεμίζει χώμα, κολλά σ' αυτό τα χείλη της κ' έπειτα κλείνει με ραφή το σακκουλάκι. Τη ραφή την κάνει τόσο σφιχτή, που να μην μπορή να φύγη ούτε σπειρί από το χώμα, και στις άκρες στεριώνει ένα κορδόνι. Έπειτα μαζεύει πάλι τα πράματά της και κάθεται πολλή ώρα εκεί με το μαύρο φυλαχτό στο χέρι και συλλογίζεται πως τώρα είναι αφιερωμένη σε κείνον που κοιμάται στο μνήμα.
— Όπως είμαι αράθυμος και ζόρικος, μπορώ να κρατηθώ σε μια εκλογική συμπλοκή; — Έχω την ιδέαν ότι, όταν θ' αποφασίσης, θα πας με το Κορδόνι. — Θεός φυλάξοι! εγώ να δώσω ψήφο του Κορδονάραγα, πούφερε τον Ετέμ και τον έλεγχο; Κάλλιο να μου κοπή το χέρι! Μόνο του Σμολένσκη θα δώσω άσπρο. Α! δεν μπορώ· επολέμησα μαζή του στο Βελεστίνο. — Βρε θεομπαίκτη, εμένα μην τα λες αυτά που σε ξέρω.
Το φεγγάρι ψηλά από το μικρό παράθυρο πάνω από το σεντούκι έριχνε μια ασημένια λωρίδα φωτός που έφτανε μέχρι το ξερακιανό της στήθος και από το άνοιγμα του πουκαμίσου φαινόταν το χρυσό νόμισμα περασμένο στο δερμάτινο κορδόνι που είχε πια μαυρίσει. Ο Τζατσίντο όμως δεν έμεινε ικανοποιημένος.
Ο δε μαχητής του Βελεστίνου εξηκολούθησε: — Μα μπορεί ένας άνδρας με αίμα, ένας δερβίσης να μην είνε με το Κορδόνι; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το φωνάζεις και βροντά σαν τουφεκιά, σαν χαλκούνι! Και διά να μου αποδείξη τους λόγους του, εφώναξε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του: — Κορδονάραρος!
Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.
Έπειτα γονατίζει κάτω από τάφυλλα κλαδιά της φλαμουριάς και φιλεί την πέτρα, όπου είναι γραμμένο τόνομα του αγαπημένου της. Ήσυχα κ' επίσημα, σα να έκανε κάποια ιερουργία μπροστά σε πολλούς ανθρώπους, περνά το κορδόνι στο λαιμό, ανοίγει το φόρεμά της και βάζει κοντά στο στήθος της το ιερό χώμα.
— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω: — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες». — Ώστε τώρα είσαι;... — Ντεληγιάννης και το νύχι μου! Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής.
Ακόμα βρίσκει κανείς εδώ κι εκεί κάτω από το Κάστρο. Δώστα μου κι εγώ θα σου τα κάνω ν’ αυγατίσουν». Η Καλίνα της τα έδωσε. Κράτησε μόνο ένα με μια τρύπα και το κρέμασε στο λαιμό της περασμένο σ’ ένα δερμάτινο κορδόνι, κόκκινο. «Πηγαίνετε», είπε στη γυναίκα. «Σώστε μια ψυχή. Κάνετε πως δεν με πιστεύετε για να κρατήσω το μυστικό. Εγώ όμως θα το κρατήσω έτσι κι αλλιώς.» Και έπεσε καταγής σαν νεκρή.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν