United States or Laos ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποιος σ' επείραξε πάλι κ' εσηκώθηκες νύχτα, σαν κουκουβάγια; είπε με θυμό! — Τι μελετάς πάλι, αλιτήριε; αρώτησεν εκείνη, χωρίς ν' αποκριθή. — Δεν είνε δουλιά σου· μη με κολάζης. — Χαμένο κορμί! είπεν εκείνη· θα σε διώξουνε πάλι σαν κατάδικο! — Άμε να κοιμηθής, γρηά στρίγγλα! — Αδιόρθωτε, χοίρο! θα φας το κεφάλι σου. — Φύγε, σου λέω κ' εγώ ξέρω τι κάνω. — Να ξεραθής, ανόητε! — Κακούργα! — Χοίρο!

Δεν μπορούσε να γείνη μεγαλείτερη προσβολή απ' αυτήν και για να την κάμη ο Ζώης, θα πη πως είχε θυμώση υπερβολικά. Μπροστά σε κόσμο τον ωνόμασε χοίρο! Και αν για μια στιγμή υποθέσωμε πως το αίσθημα του Ζώη για την άλλη κοπέλλα, ήταν προσποιητό, φτιασμένο έτζι για να ερεθίζη τη Σμαραγδούλα, τώρα όμως η καρδιά του είνε γεμάτη θυμό, θυμό δίκαιο, και κανένα άλλο αίσθημα δε χωρεί μέσα της.

Και έμεινα λοιπόν εκεί. . αλλοίμονο 'στο χοίρο, που κι' ένα κόκκο σιταριού θα ήθελε να πάρη! κι' ενώ με μάτια τέσσερα εκύτταζα τριγύρω, αγέλη χοίρων ώρμησε απάνω 'στο σιτάρι. Θυμόνω, τους πετροβολώ, τους στρώνω 'στο κυνήγι, τρέχουν κι' εκείνοι, πόλεμος ανοίγεται μεγάλος, αλλά οι τρισκατάρατοι δεν ήσαν και ολίγοι, μόλις τον ένα έδιωχνα και ήρχετο ο άλλος.

ΑΙΣΧΙΝΗΣ Ο Αργείος κ' εγώ κι ο Θεσσαλός ο καβαλλάρης Άπις κι ο στρατιώτης Κλεύνικος ετρώγαμε στο σπίτι. Τους είχα σφάξει δυο πουλιά και χοίρο του γαλάτου, είχα κι ανοίξει βίβλινο κρασί τεσσάρων χρόνων πούλεγες μόλις τώφεραν από το πατητήρι. Εκεί που εσιγοπίναμε μας ήρθε και να πιούμε καθένας κάποιου στην υγειά και να τον νοματίση.

Σαν όταν χοίρο κυνηγούν σκυλιά και νιοι αντριωμένοι τριγύρω, και χοιμάει αφτός όξω απ' το πυκνολόγγι, 415 δόντια τροχίζοντας λεφκά μες στο γυρτό σαγώνι, και τρέχει εδώ και τρέχει εκεί, και των δοντιών του ο χτύπος αχεί, μα αφτοί τον καρτερούν κιας είναι τέτιο σκιάχτρο· τότε έτσι οι Τρώες ρήχτηκαν του θεϊκού Δυσσέα.

Το χοίρο, ζώο σιτευτό και μεγάλο, μετά το σταύρωμα, το σφάξιμο δηλαδή, τον καψάλιασαν, τον έπλυναν, τον έξυσαν και τον κρέμασαν σ' ένα πρόχειρο ξύλινο τρίποδο με το κεφάλι κάτω. Τον είχαν κάμη άσπρο σαν αυγό και μόνο η μύτη του εμαύριζε, μ' ένα κορδόνι στην άκρη από αίμα πηχτό, σαν σκωλαρήκι, το υστερνό του αίμα. Ύστερα 'δούλεψε το μαχαίρι μέσα κι' όξω και τα κομμάτια τάδωκαν στης γυναίκες.