United States or Niue ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανοίγουμε τις εφημερίδες, και διαβάζουμε δίχως κόπο τις ατιμιές, τις κλεψιές, τις μαχαιριές, ή και τις γυναικοδουλειές που ολομερίς μας δηγούνται, και κάθε λίγο προσκαλούν την Κυβέρνηση να τους δώση λόγο. Είναι δύσκολη, πολύ δύσκολη η δουλειά μας. Ό,τι σπάρθηκε το έρμο μας το χωράφι!

Όσο συνηθισμένα και να τα είχε τα γέλοια του γέρου, τώρα πια της μπαίνανε στα στήθια σαν αλύπητες μαχαιριές. Αυτή μαθές να γυρεύη να κυβερνήση την κόρη της, κι ο πατέρας της να την αρρεβωνιάζη κιόλας έτσι μωρό παιδί μ' άλλο μωρό παιδί στο τραπέζι απάνω, αυτό να το καταπιή δεν δενήθηκε. Το φυσούσ' αυτό και δεν κρύωνε. Άλλαζε κι όλο άλλαζε χρώματα.

Και αφού με είδεν εις αυτήν την κατάστασιν ο προδότης και επίβουλος, μου έδωσε πολλές μαχαιριές με ένα πουνιάλι, που επιταυτού είχε, και μένοντας από αυτές χωρίς καμμίαν αίσθησιν, και νομίζοντάς με αποθαμμένη με έβαλεν εις ένα σάκκον, και μοναχός του διά νυκτός με έφερε εις εκείνον τον τόπον που με ηύρες.

— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω: — «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες». — Ώστε τώρα είσαι;... — Ντεληγιάννης και το νύχι μου! Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής.

Δεν ημπόρεσα εις τούτην την θεωρίαν να κρατήσω τον θυμόν μου· τρέχω με ορμήν επάνω εις εκείνην την κόρην και της έδωσα πολλές μαχαιριές, και αν δεν ήτον ογλήγωρη διά να φύγη, την εθανάτωνα. Δεν επλήρωσα τον θυμόν μου μοναχά με αυτήν, αλλά έτρεξα προς τον άπιστον και επίβουλον Ναμαράν διά να ξεδικηθώ και με αυτόν.

Αλοίμονο! της είπε· αν δεν έχετε βιασθή από δυο βουλγάρους, αν δεν ελάβατε δυο μαχαιριές στην κοιλιά, αν δε σας χαλάσανε δυο πύργους σας, αν δε σφάξανε μπροστά στα μάτια σας δυο πατέρες, δυο μητέρες κι' αν δεν είδατε δυο εραστές σας μαστιγωμένους σ' ένα άουτο-ντα-φε, δε βλέπω πώς θα μπορούσατε να με υπερβήτε. Προσθέστε, πως γεννήθηκα βαρώνη με εβδομηνταδυό γενεές κι' ότι κατάντησα μαγέρισσα.

Κι απάνω στο λογομαχητό του Τουρκαρβανίτη, που φώναζε πως για κοινούς Αράπηδες δεν την είχε τέτοια κοπέλλα, κι απάνω σε μαχαιριές και μαλλώματα αναμεταξύ τους, σέρνει μαχαίρι η Κρητικοπούλα από το κορμί του ξεψυχημένου της αδερφού και το χώνει στη μαύρη καρδιά της.