United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και λαμβάνοντας μίαν πέτραν εκτύπησα τον μεγαλύτερον όφιν εις την κεφαλήν και ευθύς τον εσκότωσα και ελευθερώθη ο άλλος που εζήτει βοήθειαν· έπειτα επέταξεν εις τον αέρα και έγινεν άφαντος. Εγώ ανεχώρησα ολίγον μακράν και εκάθησα εις τον ίσκιον άλλου δένδρου και εκεί απεκοιμήθην. Όταν εξύπνησα είδα πλησίον μου να κάθηται μία γυναίκα Αράπισσα με δύο σκύλες δεμένες.

Εγώ ευρίσκοντας τον καιρόν ευτυχισμένον ευθύς αφίνω το κορμί της σκύλας, και με ταχύτητα εξαναπήρα το ιδικόν μου, και εις τον ίδιον καιρόν τρέχω με βίαν, και αρπάζω το αηδόνι από το κλουβί και του τραβώ τον λαιμόν, και το εσκότωσα.

Και αν είν’ μεσ’ στο παλάτι μου και τον γνωρίζω, ας πέση επάνω μου ο θυμός των αθανάτων κι όποια κατάρα έδωκα σ’ εμέ να στρέξη και στους Θηβαίους που ακούνε με ας είν’ η Δίκη σύμμαχη και παντοτεινά οι Αθάνατοι ας τους βοηθούνε. ΧΟΡΟΣ Άναξ, καθώς εμίλησες κ’ εγώ μιλάω. Tον Λάιον δεν εσκότωσα° ούτε γνωρίζω τον ένοχον, και δύναται μόνο ο Απόλλων την απορίαν που εγέννησε και να τη λύση.

Έπειτα προσθέτει: Βασιληά, όταν εσκότωσα το δράκοντα και κατάκτησα την κόρη του Βασιληά της Ιρλανδίας, σε μένα την έδωκαν. Ήμουν κύριος να την κρατήσω, μα δεν το θέλησα. Την έφερα στον τόπο σας και σας τήνε παράδωσα. Μολαταύτα μόλις την πήρατε γυναίκα σας, οι προδότες σας έκαμαν να πιστέψετε τα ψέμματά τους. Απάνω στο θυμό σας, ωραίε θείε και κύριέ μου, θελήσατε να μας κάψετε χωρίς δίκη.

Λοιπόν, προς χάριν της σποράς του Βάγκου, την ψυχήν μου εγώ την εκηλίδωσα, κ' εσκότωσα τον Δώγκαν, κ' εγέμισα τον κάλυκα της συνειδήσεώς μου φαρμάκια; 'ς τον αντίπαλον του ανθρωπίνου γένους παρέδωκα τ' αθάνατον εγώ κειμήλιόν μου, διά να γείνουν βασιλείς μετέπειτα εκείνοι; Οι υιοί του Βάγκου βασιλείς!

Εκείνην τη στιγμή επρόβαλε και ο κυνηγός μαζί με το σκύλο του, φοβερό ζώο με κίτρινη τρίχα, με δόντια μυτερά και μάτια κόκκινα που έλαμπαν σαν ανθρακιά. — Κορίτσι μου, την αρώτησε, μην είδες να περάσουν απ' εδώ πουλιά ή άλλο κυνήγι; Από το πρωί τρέχω και δεν εσκότωσα ακόμη τίποτε. Θα σε δώσω αυτό το αργυρό δίφραγκο, αν μου δείξης τον καλό δρόμο.

Τέτοιαν ώρα να σου ανοίξω εγώ πόρτα; Μην τα έχεις χαμένα; — Θα μου ανοίξης, είπεν ισχυρογνωμόνως ο ψευδής Μάχτος. — Εγώ; Μην είσαι τρελλός; Και πού θα πας; — Φέρε τα κλειδιά, γέρο, και μη μου κάνης το δύσκολο. — Εγώ κλειδιά; Τέτοιαν ώραν μεσάνυκτα! — Εχάθης, σ' εσκότωσα, δος μου τα κλειδιά γρήγορα. Αν φωνάξης, σε πνίγω.

Αν δε εγώ, όταν είδα την γυναίκα μου, εκρατήθην και δεν την εσκότωσα, έκαμα φρόνιμα. Ήθελα και συ να μην είχες φονεύση τον Φώκον, τον αδελφόν σου. Αυτά τα είπα προς χάριν σου και όχι από οργήν. Εάν συ, παραφέρεσαι, αυτό οφείλεται εις το ότι συ έχεις μεγαλυτέραν την γλώσσαν, εγώ όμως θεωρώ κέρδος μου την φρόνησιν.

Εκείνος όμως απήντησε υβρίζων εμέ διότι εσκότωσα την μητέρα μου και τας Ερινύας. Εγώ ταπεινωμένος από τας δυστυχίας της οικογενείας μου, υπέφερα, ναι υπέφερα, αλλά ηνέχθην την συμφοράν μου και βιασθείς να στερηθώ σε, έφυγα. Τώρα όμως που ήλλαξεν η τύχη σου και εις την δυστυχίαν σου δεν ξεύρεις τι να κάμης, θα σε απομακρύνω απ' εδώ, και θα σε δώσω εις τα χέρια του πατέρα σου.

Ο δε φαρμακοπώλης τον επήρε διά τρελόν τω όντι, και τον άφησε να φύγη. — Θα μου το πληρώσης, έλεγεν ο μεγάλος Κλώσος, όταν επλησίαζεν εις το χωρίον, θα μου το πληρώσης, μικρέ Κλώσε! Και άμα έφθασεν, επήρε τον μεγαλείτερον σάκκον όπου ηύρε, και υπήγεν εις του μικρού Κλώσου και του λέγει: — Με εγέλασες πάλιν. Την πρώτην φοράν με έκαμες και εσκότωσα τα άλογά μου, τώρα την νόναν μου!