United States or Anguilla ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα. Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό. — Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια.

Εκείνη γνώμην είχε ν' αγοράσουν χωράφια καλά και να φυτεύσουν αμπέλια· ο Δημήτρης έλεγε καλλίτερα ν' ανοίξη οινοπωλείον, ή καφενείον, ή άλλο τι έργον να επιχειρήση, ήσυχον όμως, καθιστικόν, . . . διότι είχε βαρυνθή πλέον την αξίνην, . . . είχε γηράσει . . . ήθελεν ολίγην ανάπαυσιν. — Καπελειό ν' ανοίξης; βέβαια! εφώνησεν οξύ η κυρά Δημήτραινα· για να τώχης μπόλικο και χάρισμα!

Μέτρα λοιπόν πόσο η τιμή σου θε να πάθη, αν εύκολα δεχθής τα γλυκολάλημά του, ή χάσης την καρδιά, ή τον παρθενικόν σου ανοίξης θησαυρόν εις την τυφλήν ορμήν του.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Ω χείλη, εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον! Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης. Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον! Καλώς σε ηύρα αγάπη μου! Πιστέ φαρμακοπώλη, το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.

Ο γέρων Φούρβης ήνοιξε την θύραν και ενεφανίσθη με το υποκάμισον εις το διάκονον αυτής. — Ποίος είσαι; Ποιος σ' έστειλε; Τι θέλεις; — Να μου ανοίξης την πόρτα. — Σου την άνοιξα. — Την πόρτα του μοναστηρίου. — Διά να φύγης; — Βέβαια. — Και διά πού; Ο διάβολος σ' έβαλε, τέτοιαν ώρα; — Να μου ανοίξης, επέμενεν ο ξένος. — Βέβαια, δεν είσαι εις τα λογικά σου, είπεν ο μπάρμπα Φούρβης.

Και συ με τ' αδερφού μου τα γρόσια, που έχασε την υγειά του για να τ' αποχτήση, θέλεις ν' ανοίξης μεγάλο μαγαζί: . . . Πού είνε τα καζάντια σου, εσένα; Ο γέρο Στεφανής, όστις εισήλθε την στιγμήν εκείνην, επιστρέφων εκ της αγοράς, όπου είχε περάσει από το καπηλείον του Γιάννη του Βλάχου, ενθυμήθη την παροιμίαν·

ΜΕΝΕΛΑΟΣ Θα σε κάμω να κλαύσης, εάν εξακολουθήσης πράττων ό,τι κακώς πράττεις. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Δεν πρέπει ν’ ανοίξης το γράμμα αυτό, το οποίον κρατώ. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Αλλ’ ουδέ συ πρέπει να γίνης αίτιος ολέθρου εις όλην την Ελλάδα. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Ήπαγε να συζητής περί τούτου με άλλους. Άφες την επιστολήν. ΜΕΝΕΛΑΟΣ Ποτέ. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Αλλ' εγώ δεν θα σου την αφήσω. Μάθε το καλώς.

Δεν έχω κανέν εμπόδιον, ούτε μου είναι δύσκολον να ειπώ ότι τα θεωρούν τρία. Αλλ' όμως δεν είναι μικρόν ουδέ εύκολον πράγμα, να καθορίσωμεν σαφώς τι είναι το καθέν. Θεόδωρος. Και να ιδής, καλέ Σωκράτη, έτυχε να ανοίξης σχεδόν το ίδιον ζήτημα, το οποίον και ημείς πριν να φθάσωμεν έως εδώ τον ερωτούσαμεν ολοένα. Αυτός όμως τας ιδίας αυτάς προφάσεις έλεγε και τότε εις ημάς.

Ποια απ' την ψυχή μου δύναμι, ποιο χέρι απ' την καρδιά μου Αθώα κ' εγώ να την φιλώ μ' εβάσταγε, δεν ξέρω. Με τέτοια αθώα φιλήματα, μ' αθώα παιγνίδια τέτοια. Ημείς εμεγαλώναμαν και πέρναγαν τα χρόνια. Εγώ 'παιρνα παλληκαριά κι' αυτή ωμορφιά και μάγια. Ως πώφεξε μια χαραυγή, της άνοιξης μια μέρα, Που εγνώρισα 'ςτά μάτια της και 'ςτό χαμόγελό της Κάποιο μυστήριο αγνώριστο ως τότε 'ςτήν καρδιά μου.