Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


ΛΑΕΡΤΗΣ Και ως προς το ερωτικό μετώρισμα του Αμλέτου, πάρ' τ' ως συνήθειαν και ως του αίματος παιγνίδι· είναι γιοφύλλι 'πώχει ανοίξ' η φύσις νέα, πρώιμο και γλυκό, πλην πρόσκαιρο και γέρνει, μιας στιγμής ευωδιά και χάρις, τίποτ' άλλο. ΟΦΗΛΙΑ Α! τίποτ' άλλο παρ' αυτό;

Σαν όπως κουβαλάν από το φούρνο τα ψωμιά, κι' όλο μοσχοβολά το σπίτι από την ευωδιά και τη φέτα λαχταρά ζεστή στο στόμα να μασήση, έτσι ριχνότανε κι' η μάννα σου να σε φιλήση, Λεβέντη μου, σαν σ' έβλεπε όλος χαρά να διασκελής την είσοδο.

Όταν ανηγέρθη από τας πλάκας επώδυνα ο ιερεύς, δεν ηκούετο πλέον τίποτε από εκείνην την μελωδίαν, ήτις ολίγον κατ' ολίγον διελύθη και εχώνευσεν, ως διαλύεται το μοσχολίβανον. Απέμεινε δε μόνον εις την καρδίαν του γηραιού εφημερίου μία λεπτή ευωδία άρρητος, ως από νάρδου μυριστικής ασύλληπτος ευωδία.

Παρήλθε πολλή ώρα χωρίς να το εννοήση ότε ο σύζυγος ηγέρθη, απέβαλε κοιτωνίτην και σκούφον, έπλυνεν επιμελώς, επί πολύ, το στόμα μ' ένα ρευστόν, του οποίου η ευωδία έφθασε μέχρις αυτής και της εγαργάλισε τους ρώθωνας, — τόσον ήτο δυνατή, — εφόρεσε τον επενδύτην και τον πίλον του κ' εκινήθη προς αναχώρησιν.

Εβεβαίου δε η αγαθή γυνή, ότι ανεξήγητος ευωδία ανήρχετο τότε από του ύδατος, ως θυμίαμα αθώας ψυχής αναβαίνον προς τον θεάνθρωπον Πλάστην. Πέντε άνδρες είχον κατέλθει εις το Πρωί, μίαν Κυριακήν του Ιουλίου του έτους 1875, και εκ των πέντε τούτων οι τρεις ήσαν αρχαιολόγοι με δίοπτρα.

Εκεί κάτω τους εύρεν ο Μπάρμπα-Σταύρος και τους δύο λαιμάργως καταπίνοντας δι' αγρίων βρυγών τας τρυφεράς του ωραίου χοιριδίου σάρκας, ων η ευωδία επλήρου τον οίκον όλον, ως είδομεν.

Εβροντούσε πέρα μακράν, και λαμπρά βροχή έπιπτε θορυβωδώς επάνω εις την γην, και η πλέον τερπνή ευωδία με όλο το μέστωμα θερμής ατμοσφαίρας ανέβαινεν έως εμάς. Η Καρολίνα εστέκετο στηριγμένη εις τον αγκώνα της· το βλέμμα της διεπέρα την χώραν, έβλεπε προς τον ουρανόν και προς εμέ, είδα τα μάτια της γεμάτα από δάκρυα, έβαλε το χέρι της επάνω στο δικό μου και είπε: Κλοπστόκ!

Προς τι τ’ αστέρια τ’ ουρανού, ο ήλιος το φεγγάρι, Τα δάση απάνω στα βουνά, τα λούλουδα στους κάμπους, Αν μάτια δεν υπάρχουνε μ’ αγάπη να τα βλέπουν; Προ τι τ’ αηδονολάλημα, κι’ ό, τι λογής τραγούδι, Αν δεν υπάρχη η ακοή γλυκά να τ’ απολάψη; Προς τι το γάργαρο νερό της δροσερής βρυσούλας, Αν δεν υπάρχη για να πιή το διψασμένο στόμα; Προ τι τα τριαντάφυλλα τα μύρα της Ασίας, Αν δεν υπάρχη άνθρωπος την ευωδιά να παίρνη; Προς τι τα νειάτα τα γλυκά και τ’ άρρητά σου κάλλη; Αν ένας νιος δεν τα χαρή, σαν το λεβέντη Γιάννο; Κι’ η Μάρω βαρυοστέναξε, πο την καρδιά της μέσα Και λέγει στην αρχόντισσα, και λέει στην προξενήτρα : —Ό, τι κι’ αν σου είπα, αρχόντισσα, είναι καθάρια αλήθεια.

Και δεν κελάδησαν πουλιά, δεν άνθισαν οι κλάδοι, γλυκόπνοη της άνοιξης δε σκόρπισε η ευωδιά, ήταν φθινοπωριάτικο στο πέρασμά σου βράδυ, και μόνο τ' άυλα ρόδα του κρεμούσαν στα κλαδιά. Και παίξαν και στην κόμη σου κρεμάσαν ολογύρα, κι ήταν από τα μάτια σου σα να έσταζε το φως· και πέρασες, δε στάθηκες· μα στην ψυχή μου πήρα ό τι στην ώρα ο πόθος της λαχτάρησε κρυφός.

Και, ενώ ο θόρυβος του συμποσίου ηύξανεν, εκείνος έκυψε προς αυτήν και ήρχισε να της ψιθυρίζη λόγους απλούς και γλυκείς, λέξεις εξερχομένας εκ της ψυχής, αρμονικάς ως μουσική και μεθυστικάς ως ο οίνος. Και η Λίγεια εμέθυεν από τους λόγους τούτους. Ο θόρυβος, η μουσική, τα αρώματα των ανθέων και η ευωδία των θυμιαμάτων ήρχισαν να την ζαλίζουν.

Λέξη Της Ημέρας

χοντροπελέκητο

Άλλοι Ψάχνουν